Δευτέρα 8 Ιουνίου 2009

Vindictae Trahit Exitium




Μέσα από την μήτρα της μάνας παρακολουθεί το έργο. Εξελίσσεται σαν ένα δύωρο θρίλλερ γνωρίζοντας με κάθε λεπτομέρεια τα χέρια του δολοφόνου που φοράνε τα γάντια. Γάλα και μέλι φέρτε να απολαύσει το θέαμα καθώς θα γκρεμίζεται συνθέμελα το οικοδόμημα. Από την βάση εως την κορυφή, από τον πυρήνα εως τον απέραντο ουρανό, να εξαπλωθεί η φωτιά, τα κύματα να καλύψουν κάθε δέντρο, κάθε πέτρα, κάθε κόκκο άμμου, τις απέραντες ερήμους με τους αρρώστους που λιμοκτονούν, τις βίλες με τις πισίνες των χοντρών πλούσιων, μικρά σπιτάκια σε λιβάδια που βόσκουν προβατάκια, τα κατεψυγμένα ψάρια τις γειτόνισας, μέχρι και την μπουγάδα της. Και σηκώνεται το μαχαίρι, κατευθυνόμενο από το ψεύτικο χέρι με το γάντι, δίχως σάρκα, δίχως οστά, ένα πλαστικό, μαύρο, γυαλιστερό εργαλείο με μία λεπίδα στην άκρη. Και φωνάζει : "Κανένας οίκτος!". Μία στριγγλιά, γεμάτη οργή, μελαγχολία και σιγουριά για το τέλος της πράξης. Αλλά ο ηθοποιός κολλάει. Κάτι μέσα του αντιστέκεται. Μήτε ματαιοδοξία, μήτε φόβος, μήτε το φως τον τυφλώνει, μήτε σκοτάδι απύθμενο τον εμποδίζει. Κάπου διστάζει. Χάνεται για λίγο, σαν να τον αφήνουν οι αισθήσεις του. Μάτια αθώα, ένοχα τον κοιτάζουν. Τύψεις καβάλα σε άλογο που έριξε τον καβαλάρη, επαναστάτησε ενάντια στα τσουχτερά σπιρούνια. Τρέχουν τα άλογα μόνα τους, τρέχουν στην έρημο του φόβου. Τα δέντρα γδάρθηκαν, ξεφλούδισαν και γύμνωσαν την ομορφιά τους μπροστά στο τσεκούρι του αδίστακτου ξυλοκόπου.
Το μαχαίρι κατεβαίνει, οι φωτιές αφινιάζουν, θύελλες ξεσπούν, κύματα ξεσηκώνονται, μάτια γυαλίζουν, στεγνό λαρύγγι πάλλεται. Τί είναι το αίμα μπροστά στη μορφή που πλησιάζει, σε παίρνει, σου λέει πες "Αντίο", σε βγάζει από την μουχλιασμένη σου γωνιά και ταξίδι για το άγνωστο σε πάει. Πες "Αντίο" στον οίκτο, άνθρωπε, ποντίκι, σαύρα ή αλεπού παμπόνηρη. Πες "Αντίο" στον ήλιο κάκτε ξερέ, τριαντάφυλλο με τα απαλά ροδοπέταλα και πεταλούδα που μοναχή κι ευτυχισμένη πετάς με το φύσημα του ανέμου. Τέλειωσε το παραμύθι σου, το όνειρό σου σβήστηκε από τη μνήμη, από την άμμο πάνω που ζωγράφιζες έφυγε, εξανεμίστηκε, άσε το σαμάρι γάιδαρε, κλείσε τα γουρλωτά τα μάτια σου σοφή, περήφανη κουκουβάγια, μυρμήγκια σχολάσατε τέλειωσε μια για πάντα το καλοκαίρι, για σας πολικές αρκούδες το τρίχωμα δεν σας σώζει. Πηγαίνετε σε χώρες μακρινές, εκεί που οι άγγελοι φοβούνται μήπως καούν τα φτερά τους, εκεί που οι δαίμονες φοβούνται το σκοτάδι. Παίξε μουσική, παίξε με τις νότες που ψηλά ανεβαίνουν ύπουλα και πέφτουν σαν χείμαρροι. Χόρευε, χόρευε, χόρευε στο σκοινί ακροβάτη, παίξε με τους νόμους. Λικνίσου στους ρυθμούς της καταστροφής με χάρη, γλυκιά, λευκή μπαλαρίνα με τα στενά παπούτσια. Εργάτη πιάσε το αμόνι και βάρα το σφυρί. Γιατρέ πέταξε τις ενέσεις, σκάψε τα ρουθούνια και κάνε συλλογή από μύξα κολλώδη να συνθέσεις το τέλειο δηλητήριο. Έλα κι εσύ νεκροθάφτη, ανέστησε τους πελάτες σου κι άσε τον Χάρο να τραβάει κουπί ασταμάτητα μέσα στην λίμνη του χρόνου.
Έπεσε η λεπίδα, μα το πρόσωπο δεν φανερώθηκε, κι έμεινες να κοιτάς το τοπίο της αναγέννησης, εσύ αγέννητο βρέφος. Όσο κι αν σκούξει η μάνα, τη ζέστη της κοιλιάς δύσκολα εγκαταλείπεις. Μα η μοίρα σου είναι διαφορετική από αυτή που περίμενες, βρέφος. Μέσα από τον κόλπο θα πεταχτείς, τα γάντια θα σε γραπώσουν και μέσα στη σιωπή, το κλάμα σου θα σπάσει το φράγμα της ζεστασιάς και θα περιτριγυρίζεσαι από λουλούδια επισκεπτών που σε καλωσορίζουν στην επόμενη πράξη του έργου. Πρωταγωνιστής πλέον, εσύ, ω βρέφος, μπορείς να ζήσεις από κοντά το αριστούργημα της καταστροφής. Η ευτυχία στην ανεμοδαρμένη ράχη της καμήλας, ο οίκτος στην γωνία ενός πολύχρωμου κελιού, τα απαθές μάτια του θεατή, στυλοβάτες κατακρεουργημένοι για την έναρξη του αρμαγεδώνα, αναμένουν με το χαμόγελο στα χείλη. Να γιορτάσουν το τέλος. Να τα δουν όλα να πέφτουν στα χέρια της μαμάς. Να στροβιλίζονται μέσα στην σπείρα της ανθρώπινης ύπαρξης εξεσφενδονίζοντας σπίθες κόκκινες με τη φορά της κεντρομόλου. Και να ξεφεύγει η τελευταία ακτίνα από την σπείρα και να κατευθύνεται πάλι στην μήτρα. Πίσω, εκεί, στην υγρή, ζεστή αγκαλιά της αιωνιότητας, να κουλουριαστεί και να κρύψει ό,τι πήρε μαζί της στο πέρασμά της, ό,τι συνέθλιψε, ό,τι εξόντωσε. Για να το ξεράσει πάλι πίσω. Χαμογελώντας.

Τετάρτη 3 Ιουνίου 2009

Αποχής θέατρα



Στο παρακάτω θεατρικό δράμα πρωταγωνιστούν οι
Α - Χαλαρός Χλεχλεψαχνωαφορμής
Β - Ψαγμένος Ρομαντικοβιαιοκαταστολής

Α: Έλα ρε μαλάκα! Που χάθηκες ρε φίλε; Τί νέα;
Β: Καλά φίλε μου. Τώρα πήγαινα να πάρω τσιγάρα. Εσύ;
Α: Εγώ ρε φίλε πάω να βγάλω κάτι εισιτήρια γιατί θα πάω Μύκονο το Σαββατοκύριακο.
Β: Με ποιον;
Α: Με την κοπέλα μου να πούμε. Βρήκα ευκαιρία τώρα με τις εκλογές να την κάνω για παραλία. Κλασικά ρε μαν.
Β: Δεν θα ψηφίσεις;
Α: Τί να ψηφίσω ρε φίλε να πούμε; Στ αρχίδια μου. Σιγά μην ασχολούμαι με τους μαλάκες να πούμε. Εγώ είχα κανονίσει με την κοπελιά μου εδώ και 15 μέρες να πάμε διακοπές. Δεν ασχολούμαι με τέτοια πράγματα ρε μαλάκα. Αφού αράζουμε μια χαρά να πούμε στη Μύκονο με τις μπύρες μας, τους καφέδες μας, τη μουσική μας και ξέρεις τώρα...Ωραία φάση. Εξάλλου ποιον να ψηφίσω και γιατί; Εντάξει ο πατέρας μου θα ψηφίσει γιατί να πούμε το χρωστάει σε κάποιον που του έκανε μία χάρη. Και με πρήζει κι εμένα να πάω αλλά "Κάτσε ρε πατέρα", του λέω, "έχω κανονίσει να πάω με την κοπέλα Μύκονο να περάσω καλά, μην μου τα ζαλίζεις". Ε χαλαρά ρε φίλε ξέρεις τώρα. You know. Εσύ τί θα κάνεις; Θα ψηφίσεις;
Β: Κοίταξε φίλε. Όπως είχε πει και ο Λένιν "Αν οι εκλογές άλλαζαν κάτι θα ήταν παράνομες". Οι εκλογές είναι μία κρατική διαδικασία για την επιβεβαίωση της κρατικής εξουσίας. Το λάθος είναι να προσπαθήσεις να αντιδράσεις απέναντι στο κράτος μέσω αυτής της διαδικασίας. Η μόνη αντίδραση απέναντι στην εξουσία και στο κράτος γίνεται στους δρόμους. Καμία αλλαγή ή επανάσταση δεν έγινε με εκλογές. Τίποτα καλύτερο για την κοινωνία δεν προέκυψε από τις εκλογές. Ο εργάτης δουλεύει για το κράτος σαν δούλος και πληρώνεται με ψίχουλα και ο εργοδότης είναι όργανο της εκάστοτε εξουσίας. Ο Μαρξ, ο Μπακούνιν, ο Λένιν και ο Κροπότκιν είχαν κάνει...
Α: Πω ρε μαλάκα κοίτα τη γκόμενα πως κουνιέται...
Β: Ε; Όπως έλεγα λοιπόν, αυτοί και πολλοί άλλοι, είχαν κάνει τεράστιες αναλύσεις που με λίγα λόγια κατέληξαν διαλεκτικά ή μη, ότι η επανάσταση είναι ο μόνος δρόμος του λαού. Συνεπώς δεν πρόκειται να συμμετέχω σε μία διαδικασία όπου δεν πρόκειται να αλλάξει κάτι. Κι εξάλλου εγώ, εκτός από πορείες που συμμετέχω και βαράω μπάτσους και πετάω πέτρες και μπουκάλια, σαν καλλιτέχνης αντιδρώ δημιουργικά απέναντι στην κρατική καταστολή, καταπίεση και εκμετάλλευση με τα έργα μου.
Α: Ωραίος ρε μαλάκα. Να σου πω ρε μαλάκα επειδή βιάζομαι να βγάλω τα εισιτήρια ψήνεσαι να πούμε να πάμε για ένα καφεδάκι, να δούμε και κανένα μωρό, να πούμε και καμιά μαλακία να περάσει η ώρα. Ξέρεις τώρα. Χαλαρά.
Β: Ναι ρε φίλε.
Α: Οκ ρε. Τα λέμε.
Β: Τα λέμε.

Παρατηρήσεις:
Η γκόμενα ας θεωρηθεί κομπάρσος του σεναρίου, αν και όντως κουνιόταν πολύ.