Τρίτη 15 Φεβρουαρίου 2011

Ερωτικά σκιρτήματα



Ενώ το κοινό απολάμβανε διαφημίσεις, η παρουσιάστρια έτρωγε με βουλιμία το κουλούρι. Ο σκηνοθέτης ίσα που πρόλαβε να πει "είμαστε στον αέρα σε 3,2..." και τα ψίχουλα προκάλεσαν βήχα στην Παρτόλα Ξέκογλου και παρολίγο να σκάσουν τα σιλικονάτα βυζιά της. Εγώ βρισκόμουν σε ετοιμότητα με το ένα χέρι στο τηλεκοντρόλ κάνοντας ζάπινγκ και το άλλο στο πουλί μου μήπως και αποκαλυφθεί κανένα βυζί, εσώρουχο ή έστω κάποιος πολιτικός που αναλαμβάνει την ευθύνη τρομοκρατικής επίθεσης σε σουβλατζίδικο. Τίποτα από αυτά δεν έγινε και αναφώνησα "Θεέ, αν τελικά υπάρχεις και δεν είσαι νεκρός όπως προπαγάνδιζε ο Νίτσε ο θνητός, δώσε μου ένα σημάδι ελπίδας". Το σημάδι δεν ήρθε ποτέ. Ήρθε όμως η ελπίδα.

Η Ελπίδα ήταν μία συμμαθήτρια από τα σκληρά χρόνια του σχολείου, από αυτές που μόλις τους έπεφτε κάτω το τετράδιο ξεκινούσε ένας αγώνας δρόμου για το ποιος θα το σηκώσει πρώτος να της το δώσει. Τελικά οι μισοί κατέληγαν με ματωμένη μύτη και οι άλλοι μισοί με δώρο μία επίσκεψη στο γραφείο του διεύθυντη. Δεν είχα ποτέ κάποια ιδιαίτερη επικοινωνία μαζί της γιατί έκανε παρέα με τα πιο κουλ άτομα του σχολείου με μαλλί καρφί, γυαλί και παντελόνι Λη (όχι Μπρους ο άλλος) στα οποία δεν άνηκα για λόγους ευσυνειδησίας, που ποτέ δεν είχα αλλά ως ανασφαλές και ντροπαλό, ρομαντικό αγόρι που άκουγε Σκόρπιονς, Ντεφ Λέπαρντ και Τζούντας-φάκινγκ-Πριστ, δεν τολμούσα ούτε να την κοιτάξω. Και να που η Ελπίδα όχι μόνο με πήρε τηλέφωνο για να μάθει τα νέα μου αλλά κλείσαμε ραντεβού να περάσει από το σπίτι μου να φάμε και μετά να πάμε βόλτα. Και εγώ το ξέχασα.

Το κουδούνι χτύπησε. Κοίταξα στιγμιαία το ανοιχτό, γεμάτο ψίχουλα και πολτό από κουλούρι, στόμα της παρουσιάστριας, αμέσως μετά το πουλί μου, που ακαριαία έπεσε, και έτρεξα προς το δωμάτιο να ντυθώ φωνάζοντας "Μισό λεπτό". Όπως προβλέπεται για οποιονδήποτε βιάζεται μέσα στο σπίτι, σκόνταψα στον ανεμιστήρα, στον σκύλο που δεν έχω και στο κομοδίνο. Ντύθηκα και άνοιξα την πόρτα λαχανιασμένος. Τα μάτια μου επωμίσθηκαν την λειτουργία των σκάνερ και ξεκίνησαν το σκανάρισμα (σάρωση λέγεται, ανθέλληνα) από κάτω προς τα πάνω. Κοίταξα την Ελπίδα στα μάτια, έκλεισα το στόμα, δεν κατάφερα όμως να συγκρατήσω μία σταγόνα σάλιου να τρέξει στο πηγούνι. "Σουγιά Ελπίδα", είπα και τα τρομαγμένα μάτια της Ελπίδας με κάρφωσαν. Για μια στιγμή νόμιζα ότι υποψιάστηκε τί έκανα στην πολυθρόνα πριν έρθει. Μετά κατάλαβα ότι αυτό που είπα θα το άκουγε κάποιος μόνο σε ληστεία, σε χειρουργείο ή σε ίδρυμα ψυχικά διαταραγμένων. "Γεια σου Ελπίδα", διόρθωσα και αμέσως μετά ρούφηξα το σαλάκι για να μην φτάσει στο σακάκι, κάτι που θα μπορούσα να βάλω και σε στίχο τραγουδιού αλλά δεν θα προλάβω γιατί όλο και κάποιος διάσημος θα διαβάσει αυτή την ιστορία και θα με προλάβει και εξάλλου δεν φορούσα καν σακάκι.

"Τζουτζούκο! Αχ πόσο χαίρομαι που σε βλέπω μετά από τόσα χρόνια!", φώναξε η Ελπίδα και με αγκάλιασε τόσο σφιχτά που οι αισθητήρες μου αντιλήφθηκαν αμέσως την απουσία στηθόδεσμου (σουτιέν λέγεται, κομπλεξικέ). "Ξεκόλα ανώμαλε, η συμμαθήτριά σου ήρθε να σε επισκεφτεί μετά από χρόνια κι εσένα το μυαλό σου πάει αμέσως στο πονηρό", μου είπε το αγγελάκι που εμφανίστηκε δίπλα από το αυτί μου αλλά αμέσως το διαβολάκι φώναξε στο άλλο αυτί "Αυτή είναι γυναικάρα! Που θα βρεις άλλη ευκαιρία;". Το διαβολάκι άγγιξε την ευαίσθητη φύση μου και δικαιολογήθηκε αμέσως η ροπή μου προς κάθε τί διαβολικό.

Το πρώτο πράγμα που παρατήρησε η Ελπίδα, εκτός από τα πεταμένα περιοδικά στο πάτωμα "Γυναίκα και εγκυμοσύνη", ήταν μία μεγάλη συλλογή από πατημένες τσίχλες που μάζευα στην αθώα ηλικία των 8 ετών. Τότε νόμιζα ότι ήταν ξεραμένες πετρελαιοκηλίδες και τις ξεκόλλαγα από τις πλατείες με σκοπό να τις πουλήσω όταν μεγάλωνα για να μην χρειαστεί να δουλέψω ποτέ. Η μαμά πάντα έλεγε ότι έχω επιχειρηματικό μυαλό αλλά μου τόνιζε ότι για αρχή θα πρέπει να μάθω να ξεχωρίζω βασικά πράγματα, όπως το εντομοκτόνο από την οδοντόκρεμα. "Ωχου μωρέ ο μικρούλης Τζουτζούκος είχε και φαντασία", είπε η Ελπίδα μόλις της εξήγησα και μου τσίμπησε το αφράτο μαγουλάκι μου. Χαμογέλασα, κοκκίνησα και ένιωσα μία πίεση στα κουμπιά του τζιν.

Επειδή η Ελπίδα δεν είχε καμία ελπίδα να φάει φαγητό από τα χεράκια μου και επειδή τα αυγά της προκαλούσαν αλλεργία, τα σουβλάκια ήταν μονόδρομος. Τρώγοντας μιλήσαμε για επεισοδιακές στιγμές του παρελθόντος : όπως τότε που ο Βλάκας ρώτησε την καθηγήτρια γιατί φοράει ξενέρωτες, μακριές φούστες και δεν δοκιμάζει κάποιου είδους κολάν για να τονίσει περισσότερο τα οπίσθια της. Από τότε τον φωνάζαμε Βλάκα και ακόμα απορεί "γιατί". Ή όπως τότε που ο Μάγκας έσκισε την τσόχα του μπιλιάρδου και νόμιζε ότι με κολλητική ταινία θα ξεγελούσε τον ιδιοκτήτη ο οποίος του έβαλε τη στέκα εκεί που δεν ανατέλλει ο ήλιος. Από τότε τον φωνάζαμε Μαρία. Ή όπως τότε που ας αλλάξουμε θέμα γιατί κούρασε πολύ το όπως τότε που έτσι κι αλλιώς αποτελεί παρελθόν και η ερωτική εξέλιξη της ιστορίας έχει μεγαλύτερο ενδιαφέρον.

Το πήγαμε από δω το πήγαμε από κει και άρχισα να αναρωτιέμαι αν η Ελπίδα έτρεφε μεγαλύτερη συμπάθεια για μένα απ' ότι ο σκύλος της γειτόνισας. Χάδι στο χάδι, φιλί στο φιλί, πίτα στην πίτα, η πρόστυχη μυρωδιά από τζατζίκι στην ατμόσφαιρα και ο συνδυασμός όλων αυτών, δημιούργησαν τις κατάλληλες συνθήκες. "Τώρα", είπα στον εαυτό μου, "μπορεί να μην χρησιμοποιώ άφτερ σέιβ στις ξυρισμένες μασχάλες και μπορεί όταν σταματάω στο φανάρι με την ονειρική μου λαμποργκίνη να μην ανοίγω το τζάμι κλείνοντας το μάτι στις διπλανές γκόμενες από την Καλιφόρνια, αλλά...τώρα ο Τζουτζούκος πρέπει να κάνει αυτό που πρέπει". Πήγα στην τουαλέτα να προετοιμαστώ. Κοιτάχτηκα στον καθρέφτη και σιγουρεύτηκα ότι οι βλεφαρίδες ήταν δεμένες αρμονικά με το υπόλοιπο πρόσωπο δίνοντας μία λάμψη στο εκθαμβωτικό τοπίο που τα δέντρα και το ρυάκι με το απαλό πλαφ πλουφ των κύκνων...Όχι αυτό είναι από άλλη ιστορία. Έπλυνα τα χέρια μου. Έκανα πλύσεις με στοματικό διάλυμα. Πλέον ήμουν έτοιμος. Αυτή ήταν η μέρα μου.

Βγήκα από το μπάνιο. Μπήκα στο σαλόνι. Πλησίασα την Ελπίδα και έκατσα δίπλα της. Την κοίταξα στα μάτια. Τα υπολείμματα τζατζικακίου (ουσ. το τζατζικάκι, του τζατζικακίου) στα χείλη της Ελπίδας συμπλήρωναν τέλεια το ρομαντικό αυτό δείπνο, με τα αναμμένα κεράκια με μυρωδιά λεβάντας που ξέχασα να πάρω και τα υπόλοιπα φενγκ σούι που νόμιζε η Ελπίδα ότι θα βρει στο σπίτι μου. Ήταν όλα τέλεια. "Ελπίδα. Είσαι για άλλο ένα γύρο;", είπα κοιτώντας την με λάγνο βλέμμα κουνόντας τα φρύδια μου πάνω κάτω, ένα κόλπο που πάντα έπιανε στο Δημοτικό με τα κορίτσια. Η Ελπίδα απάντησε λίγο απορημένη "Μα αφού ακόμα δεν..." και ακούμπησα απαλά το δάχτυλό μου στα χείλη της διακόπτωντάς την, κάτι που το είχα δει στο "Έρωτας και λουκάνικα". "Μην ανησυχείς, εγώ είμαι εδώ". Άρπαξα την μισή πίτα της Ελπίδας από τα χέρια της, την έφαγα σε λιγότερο από 16 δευτερόλεπτα (παγκόσμια γυρική σταθερά GSI) και αμέσως κατευθύνθηκα προς το τηλέφωνο με αργά σταθερά βήματα που ενέπνεαν αντρική σιγουριά και ακεραιότητα. "Γεια σας. Θα ήθελα να μας φέρετε μία από τα ίδια".