Τρίτη 10 Φεβρουαρίου 2015

Η αντεπίθεση της κουράδας

Lambs to the slaughter by Issac Shnewton

Σαν το φίδι που αγγίζεις
Πετάγεσαι με ελικοειδής κινήσεις
Τα κοφτερά δοντάκια σου ανυπομονούν
Να καρφωθούν σε μαλακή σάρκα
Να χύσουν δηλητήριο.
Βία και αίμα, τα μοναδικά ελιξήρια.
Θα σε κάνουν να νιώσεις
Μία στιγμή ευφορίας
Να ονειρεύεσαι σφαγές
Δαιμόνια να βγαίνουν από τις σπηλιές τους
Να αναδύονται από την άβυσσο
Σπέρνοντας τον φόβο, την δυσωδία
Σε όλα εκείνα τα αγνά προβατάκια
Της άγνοιας δυνάμεις
Ανασκολοπισμός στους βοσκούς
Απαγχονισμός και σούβλισμα
Της κάθε ιερής κωλοτρυπίδας
Γδάρσιμο, ακρωτηριασμός και αλάτι
Σε κάθε χαζοχαρούμενο σκατό
Μεσαιωνικά βασανιστήρια στα μπουντρούμια
Των ψυχών που δεν έμαθαν να πειθαρχούν μόνες τους
Των σωμάτων που δεν αυτομαστιγώθηκαν
Των μυαλών που δεν χειρουργήθηκαν χωρίς αναισθησία.
"Επίθεση" φωνάζουν τα αφυδατωμένα χείλη
Καπνό ζητάνε τα μπουκωμένα πνευμόνια
Βρωμιά στο συκώτι να πήξει το αίμα
Σκονισμένο νερό στα νεφρά
Λαστιχένια τροφή για την γαστρεντερίτιδα
Κι όλοι μαζί επίθεση!
Να μη μείνει τίποτα όρθιο.
Εις το όνομα του σεβασμού της ζωής,
Ενάντια στη σαπίλα του ζωικού βασιλείου
Κατακρεουργηθείτε.

Τρίτη 26 Νοεμβρίου 2013

Κάτι που φοβάσαι


Something like Alucard by faveldelannoy

Είναι φορές που τα χέρια μου τρέμουν. Άλλες φορές το κεφάλι μου θέλει να κάνει επιτόπια στροφή 180 μοιρών να κοιτάξει ποιος μαλάκας βρίσκεται πίσω του και τον σκουντάει. Κάποιες μέρες δεν μπορώ να σηκωθώ από το κρεβάτι και θέλω να σπάσω το ξυπνητήρι, να το βάλω στο μπρίκι του καφέ να το βράσω, να ξεχάσω το μπρίκι στο γκαζάκι, να του πετάξω ένα κουβά πετρέλαιο και να πάρω τηλέφωνο την άμεση δράση να έρθει να με μαζέψει. Κι αν έρθουν μετά να μου πουν γιατί το έκανες ξέρεις τί θα πω; "Μα καλά είσαι τελείως ηλίθιος; Γιατί ήθελα κάτι να γίνει και δεν γινόταν, εσύ τί νόμιζες ότι είμαι τρελός;". Και είναι και αυτές οι εμμονές που με πιάνουν την ώρα που ξυρίζομαι και ξεφεύγει λέει το χέρι μου που κρατάει το ξυράφι κι αρχίζει και θερίζει από το κούτελο μέχρι την καρωτίδα χωρίς αφρό, χωρίς ζεστό νερό που μαλακώνει το δέρμα, χωρίς έλεος, σκέτη λεπίδα.
Και αυτές οι ενοχές και ο φόβος. "Γιατί έτσι; Γιατί αλλιώς; Μήπως όχι; Μήπως ναι; Είμαι μαλάκας;". Και κρατάω την τελευταία ερώτηση. Κάθομαι στην ξύλινη καρέκλα που τρίζει και σκέφτομαι. Ενώ ο χρόνος κυλάει και η ρουτίνα μου τρώει την ψυχή, με καθησυχάζει και με βουλιάζει μέσα στην ασφάλεια και τη μιζέρη γαλήνη μου, ένα γαμημένο μυρμήγκι μου κάνει κωλοδάχτυλο γιατί 3 μήνες το χρόνο δουλεύει και 9 μήνες το χρόνο γαμάει τη βασίλισσα. Μαλάκα ε ΜΑΛΑΚΑ!
Δεν είναι μόνο ότι θέλω να γίνει κάτι. Δεν είναι ότι το περιμένω πώς και πώς. Δεν είναι ότι βαριέμαι να προκαλέσω αυτό το κάτι να γίνει. Δεν είναι ότι αυτό το κάτι ακόμα κι αν γίνει θα το κοιτάξω στα μάτια και θα του πω "Ψιτ! Κάτι. Μπορεί να μας τα έπρηξες αλλά τελικά ήρθες". Ούτε είναι ότι κάθε φορά που κοιτιέμαι στον καθρέφτη βλέπω αυτό το κάτι να μου ρίχνει χαστούκια, να με φτύνει και να με ξεφτιλίζει. Δεν με πειράζουν όλα αυτά. Με πειράζει όταν δεν γίνεται κάτι. Το κατάλαβες; Με πειράζει όταν η αδράνεια κάθεται μπροστά μου με ένα ποτήρι τσάι και ακούει βουδιστικές μελωδίες ή βυζαντινή μουσική. Με πειράζει όταν κοιμάμαι που αντί να σπαρταράω από τρόμο και να ιδρώνω με τους παιδικούς μου εφιάλτες, βλέπω προβατάκια και συννεφάκια που κάνουν "πουφ" μόλις ξυπνήσω. Και ξέρεις γιατί; Γιατί θέλω να γίνει κάτι τόσο τεράστιο που θα με κρατήσει στην μήτρα του για πάντα, χωρίς να με γεννήσει ποτέ ξανά. Ποτέ το ακούς; ΠΟΤΕ!
Να με πιάσει μία πόρνη από το χέρι, να με βάλει σε ένα δωμάτιο, να με κλειδώσει και να την ακούω να πηδιέται στο διπλανό δωμάτιο φωνάζοντας το όνομά μου...στον αιώνα τον άπαντα. Να μου πάρουν συνέντευξη με θέμα "Γιατί οι συνεντέυξεις είναι μία μαλακία και μισή;" κι εγώ να κοιτάω σαν βλάκας τον δημοσιογράφο και να του αναλύω την ανάγκη του ανθρώπου να γίνει κάτι τόσο απλό όσο το να σπάσουν οι αρτηρίες στους κρόταφούς του από την ξαφνική συνειδητοποίηση του χάους...στον αιώνα τον άπαντα. Και ύστερα να πάω σε έναν ψυχίατρο και να του εξηγώ ότι βλέπω ένα όνειρο συνέχεια ότι είμαι λέει σε ένα γήπεδο και φωνάζω το σύνθημα "Φρόυντ μπινέ πουτάνας γιε" ενώ ένας χουλιγκάνος από πίσω μου γελάει υστερικά επειδή ο διπλανός του του τσιμπάει τον πισινό. Και ο ψυχίατρος να σημειώνει στο πολύχρωμο τετράδιο για το οιδιπόδειο σύμπλεγμα που διακατέχει τα ανθρώπινα όντα και την ροπή μας προς τον μαζοχισμό...στον αιώνα τον άπαντα. Και μην μου πει κανείς ότι είναι λίγες οι φορές που όταν φαντάζομαι κάτι να γίνεται νιώθω ευτυχισμένος. Γιατί ύστερα διαπιστώνω ότι το αίσθημα της ευτυχίας είναι αυτό που νιώθω συνέχεια και άρα στην τελική αυτό το κάτι ακόμη κι αν γίνει ΔΕΝ θα αλλάξει καθόλου το πώς νιώθω.
Δεν είναι βάσανο. Δεν είναι ελπίδα. Δεν είναι φόβος. Δεν είναι ευτυχία. Δεν είναι μορφή. Δεν είναι λύτρωση. Δεν είναι πόνος. Δεν είναι οργή. Είναι κάτι που σε παίρνει, σε ταξιδεύει, σε χτυπάει σα χταπόδι, σε γαργαλάει και πριν φύγει σε ρίχνει σε ένα λάκο με γουρούνια και σου λέει "Θα επιστρέψω". Και μέχρι να γυρίσει εσύ πρέπει να ανεχτείς το θέαμα : τα γουρούνια να πηδιούνται ανελέητα, αλύπητα μέσα στη βρώμα και τη δυσωδία αλλά δεν σε αφήνουν να συμμετάσχεις στο όργιο γιατί είσαι καθαρός λένε. Κι αν μετά συμμετάσχεις με το ζόρι, σε κατηγορούν ότι τα βίασες. Κι άντε να εξηγήσεις στο γουρούνι ότι ο βιασμός στην τελική δεν είναι κάτι που το μειώνει, γιατί γουρούνι είναι, μια ζωή στα σκατά βρίσκεται. Σαν να εξηγείς στον homo erectus ότι η τηλεόραση είναι πιο χαζή από αυτόν. ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ; Και να γινόταν, μέχρι να τον πείσω θα μου είχε ρίξει μία με το ρόπαλο κι άντε τώρα να βρεις νοσοκόμα με στοργή να σου κάνει ράμματα και να σε χαϊδεύει, στην Αφρική 40000 έτη φωτός πριν. Γιατί κύριε χλέμπουρα πολιτισμένε που 500 χρόνια πριν θα πέρναγες από τα στενά σοκάκια του Παρισιού που συχνάζουν οι μεθύστακες, οι κλέφτες και οι πόρνες και θα σου κόβανε το λαρύγγι για να περάσει η ώρα, εσένα λέω ναι, ο πολιτισμός είναι μία συνθήκη που προστατεύει το αδύναμο, εξημερωμένο ζώο από το κτήνος. Γιατί όχι απλά προστατεύει τον αδύναμο αλλά τον "ανεβάζει" στην ιεραρχία για την διατήρηση του ευνοημένου και απομονώνει το κτήνος για την ομαλότητα και την ισορροπία. Ναι, την ισορροπία, αυτή την λέξη που νομίζεις ότι σημαίνει "ειρηνική επιβίωση με τις λιγότερες δυνατόν απώλειες". Τέτοιες στιγμές είναι που μου ρχεται  να ουρλιάξω "Γαμώ τον πολιτισμό γαμώ". Ας μου εμφανιστεί ένας δεινόσαυρος μπροστά μου κι ας είναι και σε αυγό.
Αλλά ας μην ξεφεύγουμε από το θέμα μας. Έγινε κάτι ή ακόμα;

Δευτέρα 4 Μαρτίου 2013

Θα ζήσω ελεύθερο σκυλί

Freedom by hnde.deviantart.com


Yπάρχουν κάποιοι άνθρωποι που μπαίνουν στον δρόμο σου και η αποστολή τους είναι να σου σπάσουν τα νεύρα και να σε βγάλουν από την γαλήνια, μονότονη ζωή σου. Αν πίστευα στον Άγιο Βασίλη, αυτόν τον τύπο με τις ερυθρόλευκες γούνες και το αξύριστο πρόσωπο, θα έλεγα ότι είναι μετεμψυχώσεις των ξωτικών που χωρίς λόγο και αφορμή μπαίνουν σπίτι σου μια μέρα, τα σπάνε όλα, βάζουν κι ένα κόκκινο φωτάκι πάνω από την εξώπορτα και φεύγουν. Αλλά ο Άγιος Βασίλης δεν υπάρχει, μιας και όταν ήμουν μικρός, εκεί που πήγε να αφήσει τα δώρα κάτω από το δέντρο, του έπεσαν τα ψεύτικα μούσια και αποκαλύφθηκε το πρόσωπο του πατέρα μου, γκρεμίζοντας για πάντα τα παιδικά μου όνειρα.
Καθόμουν λοιπόν σε ένα παγκάκι σε μία πλατεία. Παιδάκια έτρεχαν, σκυλιά γαύγιζαν και παππούδες περηφανευόντουσαν για την επιβίωσή τους στα παλιά γαμάτα χρόνια του πολέμου, ενώ σήμερα οι νέοι αν δεν φάνε σουβλάκι βγάζουν αφρούς και αίμα από τα αυτιά. Εκεί λοιπόν που αναρωτιόμουν "να ζει κανείς ή να πηγαίνει στα μπουζούκια" και κλώτσαγα κάτι περιστέρια που νόμιζαν ότι τα κορδόνια μου τρωγόντουσαν, ακούω μία φωνή "τα ρούχα τα έπλυνες σήμερα;". Κι ενώ ήμουν έτοιμος να πω "ρε μάνα αφού σου είπα χάλασε η μπουγάδα και πλυντήριο δεν βάζω", σηκώνω το βλέμμα και βλέπω έναν τριαντάρη και βγάλε, με ένα καραβόσκοινο στο ένα χέρι και ένα κλαδί στο άλλο.
"Μην με κοιτάς έτσι. Όταν σε ρωτάνε κάτι να απαντάς", είπε ο αγνώστου ταυτότητας άντρας. "Δεν το λέω σε σένα", είπε και κοίταξε στο κενό δίπλα μου. "Σε σένα το λέω", είπε κοιτώντας το κενό Εγώ μου. Είναι κάτι τέτοιες στιγμές που με κάνουν να πιστεύω ότι δεν προερχόμαστε από τους πίθηκους αλλά από ένα ανώτερο ον με μία κεραία στο κεφάλι και δάχτυλα που φωσφορίζουν στο σκοτάδι. Και αυτές τις στιγμές, όπως και τις περισσότερες, ένας άνθρωπος πρέπει να εξακριβώσει αν τις έστειλε η μοίρα με σκοπό να αλλάξει το ρου της ιστορούας και να το κάνει ρι. Από την άλλη ίσως να αποτελούν στιγμές καθημερινής τρέλας, κοινώς μαλακίες. Εγώ τα μπέρδεψα λίγο αυτά τα δύο και νόμιζα ότι το Μυαλό, όντας άνθρωπος του περιθώριου και με εγκέφαλο παρανοϊκού που μόλις το έσκασε από κάποιο ίδρυμα, είχε ανώτερες δυνάμεις και θα μου πει τους αριθμούς του τζόκερ. Για να κυριαρχεί ισορροπία στην φύση, ένας άνθρωπος που του λείπει κάτι, θα έχει κάτι άλλο σε μεγαλύτερο βαθμό. Και γιατί αυτό το άλλο να μην είναι η πρόβλεψη μαγικών αριθμών; Ε γιατί;
Δεν πρόλαβα να μου απαντήσω και το Μυαλό πήρε την μία άκρη του σχοινιού που κρατούσε την έκανε κόμπο στον λαιμό μου και είπε "Έλα Μαξ αρκετά έπαιξες, ώρα να πάμε σπίτι να κάνεις νάνι". Ήταν πλέον φως-φανάρι : με είχε μπερδέψει με το σκυλάκι του ή με τον γιο του. Αν δεν έλεγε Μαξ μπορεί και να με έπιανε κρίση ταυτότητας. Το Μαξ μόνο σε σκύλο θα μπορούσε να ανήκει. Έτσι η αλήθεια φανέρωνε τα αδίστακτα πλοκάμια της πάνω από την επιφάνεια της ψυχής και ήταν έτοιμα να με γραπώσουν και να με πνίξουν στην άβυσσο της συνείδησής μου. "Αυτή την πρόταση πρέπει να την σημειώσω κάπου. Ποτέ δεν ξέρεις", σκέφτηκα. Έκανα λοιπόν αυτό που θα έκανε ο καθένας. Έπεσα στα τέσσερα, έβγαλα ένα πνιχτό, κλαψιάρικο γαύγισμα και τον ακολούθησα.
Το σπίτι του Μυαλού ήταν πολύ άνετο για να ζει σκύλος. Αλλά αν έβαζες και άνθρωπο να συγκατοικήσει μαζί του τότε αρχίζουν τα δύσκολα. Ούτε ένα χαλάκι για να κοιμάμαι δεν υπήρχε εκεί μέσα. Δηλαδή πάλι καλά που είχε ένα ταψί για να μου βάζει το φαγητό μέσα, γιατί το να τρως από το πάτωμα είναι τουλάχιστον ανθυγιεινό. Μια μέρα άρχισα να αναρωτιέμαι αν πράγματι είμαι σκύλος. Τί κάνω στη ζωή μου; Οι φίλοι μου, αν δεν τους γλύψω τα πόδια θα με παίζουν άραγε; Οι σκύλες μου, όταν λέω τί θέλω, δεν με θεωρούν σκύλο; Άλλες φορές δεν γλύφω το χέρι που με ταίζει; Οι αποδείξεις πλέον ήταν αδιάσιστες. Να σας συστηθώ.
Με λένε Μαξ και κατουράω με το ένα πόδι στον αέρα. Κυκλοφορώ γυμνός, αξύριστος και με την ουρά όρθια. Το αφεντικό μου είναι το Μυαλό. Μπορεί να είναι αφηρημένος αλλά είναι αθώο παιδί και τον δικαιολογώ. Και ποιος δεν θα ήθελε ένα σκύλο στις δύσκολες ώρες της μοναξιάς. Κι εγώ στη θέση του αυτό θα έκανα. Αλλά εμένα μου αρέσει η μοναξιά. Το μόνο που χρειάζομαι είναι το αφεντικό μου.
Η συγκατοίκηση με το Μυαλό δεν είναι εύκολη. Ακόμα κι αν αποδεχτεί κάποιος, όπως εγώ που είμαι σκύλος, το γεγονός ότι είναι το αφεντικό και ζω με βάση τις προτεραιότητές του, έρχεται η ώρα που εκνευρίζομαι και λέω "Πάλι χοιρινό σε κονσέρβα έχουμε;". Δεν είναι η πλεονεξία που μιλάει, είναι η συνείδηση. Είναι η καταραμένη περιέργεια που θέλει να ρωτάει "Γιατί". Και μια μέρα ρώτησα το Μυαλό "Γαβγαβ, γαβ γαβ γαβγαβγαβ;", δηλαδή "Μυαλό, δεν ήρθε η ώρα να βάλουμε μία τάξη επιτέλους σε αυτό το σπίτι;". Και το μόνο που είπε ήταν "Άντε να φέρεις τις παντόφλες κι άσε τις φιλοσοφίες". Κι είναι άλλες φορές που το καραβόσκοινο μου κόβει τον λαιμό και θέλω να το αρπάξω με τα δόντια και να το σκίσω. Αλλά τότε φοβάμαι μήπως το Μυαλό τρελαθεί και το αντικαταστήσει με αλυσίδα. Καλή είναι αλυσίδα, δεν πληγώνει τον λαιμό. Είναι όμως βαριά.
Την έλεγαν Καρδιά. Έρωτας με την πρώτη ματιά. Με το Μυαλό, όχι με μένα το μπασταρδόσκυλο. Φιλάκια, αγκαλίτσες, τριαντάφυλλα και άρχισε να φουσκώνει η κοιλιά της Καρδιάς. "Αγάπη μου πώς θα το βγάλουμε το παιδί;". Η Καρδιά ήθελε να το ονομάσει Θεό, όπως τον πατέρα της, το Μυαλό ήθελε Λογική, όπως τη μάνα του. Εγώ ήθελα να το βγάλουν Αμαξίμανδρο, εν συντομία Μαξ. Η Καρδιά μου έδινε συνέχεια συμβουλές για το τί να κάνω και πώς, μου έλεγε τί να νιώσω και μου έκανε μαθήματα για την τέχνη της αμφισβήτησης. Το Μυαλό ήταν τόσο ψυχρός, ακέραιος, αφελής και ισχυρογνώμον που μου έδινε την εντύπωση ότι με κοροιδεύει. Τελικά διαπίστωσα ότι όποιο κι αν είναι το όνομα, το νέο ον που θα γεννηθεί θα είναι κάτι καινούργιο. Και ίσως αυτό το καινούργιο είναι χειρότερο αφεντικό. Ή μπορεί να πάρει τη θέση του δούλου, τη δική μου δηλαδή, και να βρεθώ ξαφνικά στους πέντε δρόμους. Κι εδώ δεν τα βγάζω πέρα με έναν δρόμο, πώς θα τα καταφέρω με τους πέντε; Και είναι και αυτοί οι συμβολισμοί με το μυαλό και την καρδιά, τους θεούς και τις λογικές, που νιώθω λες και συμμετέχω σε ψαγμένο μυθιστόρημα που ο συγγραφέας κουβαλάει τεράστια κιλά κουλτούρας μιλάμε. Πολύ μπέρδεμα.
Και το μπέρδεμα έφερε τον πονοκέφαλο, ο πονοκέφαλος έφερε την απερισκεψία και η απερισκεψία έφερε τον φόνο. Μια νύχτα που κοιμόντουσαν έσκισα το καραβόσκοινο, όρμησα στο βρώμικο κρεβάτι τους και έγινε μακελειό. Τους κατασπάραξα και τους δύο. Έντερα από δω, κεφάλια από κει, χέρια πόδια στη γραμμή κι όλα κείτονται στη Γη. Ξύπνησα στο παγκάκι και άκουγα ακόμα τα παιδάκια που έπαιζαν και τους παππούδες που μίλαγαν. Ευτυχώς όνειρο ήταν. Τα περιστέρια είναι ακόμα εκεί. Και δίπλα μου κάθεται ένας κύριος με κουστούμι και μια χρυσή αλυσίδα περασμένη στο λαιμό. Έχει σκύψει και φοράει το λουρί στο σκυλί του. "Έλα Μαξ ηρέμισε πάμε σπίτι". Τον κοίταζω, βγάζω ένα πιστόλι και του τινάζω τα μυαλά στον αέρα. Γυρνάω το περίστροφο προς τον Μαξ και με πυροβολώ. Μπορεί να είμαι σκύλος και δούλος. Μπορεί να σκότωσα έναν έρωτα μεγάλο. Αλλά κανείς δεν με εμποδίζει να γρυλίζω "Γαβγαβγαβ!". Ζήτω η ελευθερία!

Πέμπτη 1 Νοεμβρίου 2012

Τρία πουλά κι ακάθονταν


 
 

Τρία πουλιά

Τρία πουλάκια κάθονταν
Και ψήναν ομελέτα
Του ενός του πέφτει το ταψί
Τ' άλλου τ αυγό του σπάει
Του τρίτου του καλύτερου
Κανείς δεν του μιλάει.

Γιατί αγάπη μου γιατί

Γιατί γλυκιά μου
φωνάζεις τ όνομά μου
τώρα που με χρειάζεσαι
τώρα που ανάγκη μ έχεις;
Την κολώνα της ΔΕΗ
εκεί δα δεν την βλέπεις;
Πήγαινε δες αν έρχομαι
και τον σταυρό σου κάνε
κι αν ο Θεός το θέλησε
μαζί σου εγώ θα 'μαι.

Βροχή

Καταιγίδα, καταιγίδα, καταιγίδα, καταιγίδα
Ούτε λέξη δεν βρέθηκε για να γραφτεί το ποίημα.
Μόνο τη γίδα σκέφτηκα μα αυτή σχέση δεν έχει
κι όποιος το ίδιο σκέφτηκε ίδιο μυαλό κατέχει.

Κυριακή 16 Σεπτεμβρίου 2012

Όταν σε φτύνει η ζωή τί να το κάνεις το χαρτομάντηλο





Μιλάμε για έναν ενήλικα, γιο μεγαλοεπιχειρηματία, με πολλά φράγκα, αμάξια και γκαρνταρόμπες. Ο ενήλικας αυτός, ας τον λέμε Γκιωργκάκη για τις ανάγκες της αφήγησης, είχε μία ευαισθησία : του άρεσαν τα πρόστυχα, σόκιν ανέκδοτα. Τί θα πάρουμε αν διασταυρώσουμε μία καμηλοπάρδαλη με ένα σκατζόχοιρο; Μία οδοντόβουρτσα. Ποιο είναι το αντίθετο του "κλάνω;". "Δεν κλάνω". Και από το πολύ γέλιο και την άστατη ζωή που έκανε, η καρδιακή προσβολή δεν άργησε να έρθει. Στο διπλανό κρεβάτι του νοσοκομείου νοσηλευόταν ένας νέος, κοντός, χοντρός τύπος με συμπαθητικό στρουμπουλό πρόσωπο. Είχε έναν επίδεσμο που είχε περαστεί γύρω γύρω από το κεφάλι, με αποτέλεσμα να διακρίνονται μόνο τα μάτια και το στόμα του.
"Και τότε, αφού όλη του η μούρη ήταν τυλιγμένη με γάζες πώς ξέρεις ότι έχει συμπαθητικό πρόσωπο κύριε συγγραφέα;" , ακούω ήδη να ρωτάει κάποιος υπερήφανος, αναγνώστης, νέος σε ηλικία, με πολλές βλέψεις για το μέλλον που τελικά θα καταλήξει μετά από χρόνια στην πολυθρόνα να βλέπει ντοκιμαντέρ με θέμα τις τεχνικές αυνανισμού που χρησιμοποιούν οι πιγκουίνοι.
Όταν την επόμενη μέρα ο Γκιωργκάκης ξύπνησε, γύρισε το κεφάλι του και είδε τον συμπαθητικό κύριο Μούμια να του χαμογελάει. Άπλωσε το χέρι του για την προβλεπόμενη επαγγελματική χειραψία. "Γεια σας. Γκιωργκάκης. Διευθυντής Κω.Βρα.Γιν. - Κώλος Βρακί Γίναμε, παραγωγή εσωρούχων, μικρά πουλιά, μεγάλα πουλιά, τα πάντα χωράνε, τα φοράμε για εσάς πριν από εσάς, εγγυημένα μεγέθη, όπου ακούς πολλά κεράσια κράτα και μικρό καλάθι, η καινοτομία και η εξέλιξη ακούει στο όνομα ΚωΒραΓιν"
"Μούμιας. Αποτυχημένος τυχοδιώκτης. Τζόγος, αλκοόλ, πουτάνες και μια μάνα που αγωνιά στο σπίτι και μαγειρεύει φακές κάθε Σαββατοκύριακο. Παιδάκι μου πότε θα σοβαρευτείς. Άσε με ρε μάνα. Όχι δεν σ αφήνω δεν μπορούμε μια ζωή να σε ταίζουμε. Κάθε σάββατο έρχομαι δεν με ταίζετε. Δεν είναι ζωή αυτή που κάνεις. Μάνα πας να με τρελάνεις. Τί να κάνω τί να κάνω θεε μου θέλεις να πεθάνω. Λάθος αυτό είναι τραγούδι. Να βρεις μια γυναίκα. Με θέλουν όλες αλλά μόνο για το μυαλό μου. Μα τί έχω κάνει να με βασανίζει έτσι ο γιος μου. Αυτά να τα πεις στον αντρα σου που δεν το σκεφτηκε να φορεσει προφυλακτικο 35 χρονια πριν και τα λοιπά"
Ο Γκιωργκάκης σάστισε αλλά δεν τον έδειξε. Το ψεύτικο χαμόγελο, ύστερα από κάποιες αποτυχημένες εγχειρήσεις, δεν γινόταν να εξαφανιστεί από το πρόσωπό του.
"Γκουχ γκουχ...λοιπόν κύριε Μούμια πώς χτυπήσατε στο κεφάλι; Τροχαίο;"
"Ναι, ναι αφήστε μεγάλη ιστορία"
Παύση.
"Λοιπόν θέλετε να μου πείτε πώς το πάθατε;"
"Όχι. Νοσοκόμα! Ελάτε εδώ, ο κύριος με το ενοχλητικό χαμόγελο μου κάνει αδιάκριτες ερωτήσεις"
Μία ψηλή, αδύνατη, ξανθιά νοσοκόμα με βυζάρες και δεν συμμαζεύεται, μπήκε μέσα.
"Τί έγινε κύριε Μούμια;"
"Εδώ ο κύριος από δίπλα με ρωτάει αν μου αρέσουν τα σαδομαζοχιστικά παιχνίδια σε κλουβιά. Δεν καταλαβαίνω τί εννοεί αλλά κάτι πρόστυχο έχει στο μυαλό του. Εγώ μόνο Μονόπολυ παίζω"
"Ω μα ηρεμίστε κύριε Μούμια. Μιας που βρεθήκατε εδώ μέσα οι δυο σας για μερικές μέρες, μπορείτε να κάνετε παρεούλα και να μάθετε καινούργια πράγματα ο ένας για τον άλλο. Η ζωή είναι μικρή. Γιατί να την σπαταλάμε σε τσακωμούς ενώ θα μπορούσαμε να την εκμεταλλευτούμε αποκομίζοντας νέες εμπειρίες; Έτσι δεν είναι;" και η χυμώδης ξανθιά έκλεισε το μάτι στον Γκιωργκάκη.
Ο Γκιωργκάκης έκλεισε κι αυτός το μάτι στη νοσοκόμα. Μετά το ξανάκλεισε. Συνέχισε να ανοιγοκλείνει το μάτι του. Είχε τικ που τον έπιανε κάθε φορά που προέκυπτε ψυχολογική αστάθεια.
"Λοιπόν κύριε Γκιωργκάκη ατακτούλης μας προκύψατε. Χιχιχι!"
Ακούστηκε ένα " μπζζζτ" και ένα "τσαφ", όπως όταν πέφτει κεραυνός στην κεραία της τηλεόρασης και χάνεται το σήμα. Ο Γκιωργκάκης έπαθε το δεύτερο εγκεφαλικό. Αλλά τώρα με τα ασύρματα και τους δορυφόρους που να ξέρετε εσείς οι νέοι από βραχυκύκλωμα.

Ο εικονολήπτης πηδάει από το διάστημα, πλησιάζει τη Γη, βλέπει μία πυραμίδα και σκάει πάνω της. Ακούγεται ένα ΠΛΑΤΣ. Η κάμερα τρυπώνει μέσα στην πυραμίδα όπου ξυπνάει ο Γκιωργκάκης πάνω σε μία πλάκα καλυμένη από άμμο και σκόνη. Εκεί, πάνω σε αυτή την πλάκα, το 362 π.Χ. ο Φαραώ, θυσίαζε παρθένες (παρθένα τότε ήταν αυτή που είχε πάει μόνο με μαύρους δούλους...μην αγχώνεστε κορίτσια) για να μην εκνευριστεί ο Όσιρις και τα κάνει πουτάνα όλα. Και οι θεοί έχουν νεύρα κι εμείς οι θνητοί πρέπει να τους καθησυχάζουμε. Παλιά το πετυχαίναμε με θυσίες. Σήμερα με τα ηρεμιστικά έχουμε σώσει ζωές.
Ο Γκιωργκάκης ένιωσε μία δυσφορία. Σηκώθηκε από την Πλάκα, και πήγε Ακρόπολη να πιεί ένα καφέ. Χαχα καλό έτσι; (Τα αστειάκια προστίθενται για να μην βαρεθεί ο αναγνώστης. Οι συστηματικοί αναγνώστες το ξέρετε ήδη ότι το χιούμορ μου είναι υπέροχο. Ας πούμε και τίποτ άλλο να μεγαλώσει άλλο λίγο η παρένθεση και να φαίνεται μεγαλύτερο το κείμενο. Όχι άστο καλά είναι κι έτσι)
Μπροστά του είδε τρεις ανθρώπινες σκιές. "Για δες. Κι αν μου πουν ότι ο ένας είναι Πόντιος, ο άλλος Γερμανός και ο τρίτος Έλληνας και βγήκαν από ανέκδοτο εγώ τί θα κάνω;", αναρωτήθηκε. Αλλά είχε κάνει λάθος. Η μία από τις τρεις μορφές ήταν γυναικεία. "Εντάξει μπορεί να είναι και Γερμανίδα το ανέκδοτο δεν χαλάει", σκέφτηκε πάλι αλλά αυτή τη φορά φωναχτά.
"Δεν περίμενα τέτοια αντίδραση", είπε η γυναικάρα με το τακούνι γόβα στιλέτο και το κόκκινο ντεκολτέ.
"Ποια είσαι εσύ; Και γιατί το σενάριο έχει παντού γυναικάρες;", είπε ο Γκιωργκάκης αφού σκούπισε το πρόσωπο από την σκόνη του, δηλαδή τη σκόνη από το πρόσωπό του.
"Με λένε Ζοζεφίν. Το επάγγελμά μου είναι πόρνη πολυτελείας"
"Ποδολαγνεία περιλαμβάνει το πρόγραμμα;"
"Όχι εκτός αν το ζητήσει ο πελάτης"
"Αφήστε το γιατί έχω έναν κάλο που με ταλαιπωρεί τις τελευταίες μέρες και περισσότερο γαργαλιέμαι παρά ερεθίζομαι", είπε ο Γκιωργκάκης.
"Λοιπόν Γκιώργκο πριν λίγο γνώρισες τον Μούμια. Ο Μούμιας για εμάς τους τρεις είναι ένας άνθρωπος που συγκινεί και εμπνέει τους ανθρώπους του υποκόσμου. Αν θέλεις να ξυπνήσεις από το εγκεφαλικό και να μην μείνεις για πάντα σε αυτή την πυραμίδα, ξεσκονίζοντας τις ταφόπλακες μέχρι την ανάσταση του Τουταχαμόν, πρέπει να ικανοποιήσεις τις επιθυμίες και των τριών που βλέπεις μπροστά σου. Και οι τρεις επιθυμίες έχουν να κάνουν με το βράδυ όταν κατέληξε ο Μούμιας στο νοσοκομείο όπου και γνωριστήκατε"
"Αχα! Ώστε ανέκδοτο είναι! Ωραία. Στο τέλος ποιος κερδίζει; Ο Έλληνας ή ο..."
"Δεν είναι ανέκδοτο Γκιώργκο. This is real life γκαντ ντεμ (ΣτΜ. Αυτό είναι η πραγματική ζωή γκαντ ντεμ)", διέκοψε η δεύτερη σκιά που φαινόταν κάπως μικροκαμωμένη.
Η μικροσκοπική φιγούρα βγήκε από το σκοτάδι και έκανε την εμφάνισή της. Ήταν ένας νάνος με απλή, καθημερινή εμφάνιση : ένα μπλουζάκι κοντομάνικο που έγραφε με μεγάλα γράμματα "Born to be wild", ένα τζιν και αθλητικά παπούτσια με φωτάκια που αναβοσβήνουν στο πίσω μέρος της σόλας με την επαφή στο έδαφος. Ο Γκιωργκάκης χωρίς να δώσει σημασία στα απίστευτα, από τεχνολογικής άποψης, υποδήματα του νάνου, είπε : "Ωχ ένας νάνος!" και αμέσως μετά γέλασε δυνατά. Ακολούθησε αμήχανη σιωπή.
"Με συγχωρείτε. Ίσως ακούστηκε αγενές αλλά δεν σας φαίνεται αστείο; Ένας ολοκληρωμένος, ώριμος άνθρωπος να βρίσκεται μέσα σε ένα μικροσκοπικό σώμα; Δηλαδή φανταστείτε εμένα με σώμα μωρού! Θα πρέπει να..."
"Ας αφήσουμε τα σχόλια που δεν ωφελούν σε τίποτα. Πέστου Σπίθα", είπε η Ζοζεφίν.
"Μπορεί να είμαι κοντός αλλά αυτή τη στιγμή δεν είναι η δικιά μου ζωή που κινδυνεύει. Άρα θες δεν θες θα με ακούσεις πλούσια, κακομαθημένη μπριζόλα", απάντησε στον Γκιωργκάκη, φανερά εκνευρισμένος ο Σπίθας.
"Μα είναι δυνατόν; Εκτός αυτού, βλέπεις ένα πρόσωπο φανερά ενηλικιωμένο. Δεν κολλάει καθόλου με το υπόλοιπο σώμα. Φανταστείτε να είχε και μούσια. Χαχα! Ή ακόμα χειρότερα να..."
"Κάνω ότι δεν άκουσα και συνεχίζω. Το επάγγελμά μου είναι μπάρμαν...", διέκοψε ο Σπίθας.
"Πφφφφφ", προσπάθησε να συγκρατήσει το γέλιο του ο Γκιωργκάκης. Το "Πφφφφφ" θα μπορούσε να αντικατασταθεί από "Κχχχχχ". Ο αναγνώστης καλείται να επιλέξει όποιο επιφώνημα του αρέσει καλύτερα. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο αριθμός των "φ" ή των "χ" δεν παίζει ρόλο, αρκεί να είναι μεγαλύτερος του δύο. Ίσως είναι η πρώτη φορά στην ιστορία της κλασικής λογοτεχνίας που ο αναγνώστης μπορεί να επέμβει σε ένα έργο. Απίστευτη καινοτομία.
"...ο Μούμιας είναι ένας από τους θαμώνες του μαγαζιού όπου δουλεύω. Έχει αφήσει μία περιουσία και πολλά φιλοδωρήματα. Το μοιραίο εκείνο βράδυ βάλαμε στοίχημα και το έχασα. Το στοίχημα ήταν ότι όποιος κερδίσει ανεβαίνει στην μπάρα και κατουράει τον χαμένο. Γυρνώντας πίσω στην πραγματική ζωή πρέπει να ξεπληρώσεις αυτό το χρέος στην θέση μου"
"Χαχαχαχα εσύ έτσι κι αλλιώς θα έπρεπε να ανέβεις στην μπάρα για να τον κατουρήσεις! Δεν χρειαζόταν καν να το αναφέρετε αυτό! Χαχαχαχα μα τί αφελές! Πώς να κατουρήσεις έναν ψηλότερο από σένα άνθρωπο; Μόνο αν ανέβεις σε σκάλα ή ακόμα και σε αυτά τα οχήματα που σώζουν ανθρώπους οι οποίοι ετοιμάζονται να αυτοκτονήσουν από ταράτσες. Πυροσβεστικά δεν λέγονται;" είπε ο Γκιωργκάκης και ξαναλύθηκε στα γέλια. Ύστερα προσπάθησε να δεθεί για να μην σκοντάψει.
Ο νάνος έφτασε στα όριά του με τη συμπεριφορά του Γκιωργκάκη. Όρμηξε και κουτούλησε με το κεφάλι πάνω στην πιο ευαίσθητη περιοχή του άντρα : το γόνατο. Ο Γκιωργκάκης άφησε μία κοφτή κραυγή πόνου, κάθησε κάτω και φώναξε "Βοήθεια γίνομαι θύμα της βίας ενός νάνου που δεν φαίνεται να δουλεύει καν σε τσίρκο! Με ακούει κανείς;". Κανείς δεν τον άκουγε όμως. Καημένε Γκιωργκάκη, γεννήθηκες για να υποφέρεις.
Μετά από κάποια δευτερόλεπτα πόνου, αυθυποβολής, υπομονής και θέλησης για ζωή, ο Γκιωργκάκης σηκώθηκε όρθιος και μίλησε κάπως έτσι :
"Εγώ, ο γιος του εφοπλιστή Πουθενά δεν είναι δυνατόν να υποστώ τέτοιο εξευτελισμό μέσα σε μία Αιγυπτιακή πυραμίδα ενώ τα καράβια του πατέρα μου πλέουν...πλέουν λέω ανέμελα στους...εεε...στους ωκεανούς"
Ακολούθησε άλλη μία αμήχανη σιωπή καθώς ο συλλογισμός του πρωταγωνιστή δεν είχε κάποια σχέση με τους καθημερινούς κανόνες της λογικής. Την σιωπή έσπασε μία σοβαρή φωνή. Και όπως οι περισσότεροι γνωρίζουν - μιλάμε πάντα για τους έξυπνους - μία σοβαρή φωνή ανήκει σε ένα σοβαρό πρόσωπο με κύρος και αξιοπρέπεια.
"Κανείς δεν είπε ότι βρίσκεσαι στην Αίγυπτο αγαπητέ", απάντησε η τρίτη φιγούρα. Καλά το μάντεψε λοιπόν ο πρωταγωνιστής μας όταν είπε :
"Επιτέλους ας μιλήσουμε σοβαρά"
Ναι, υπάρχουν αυτοί οι βαρετοί, σοβαροί τύποι ακόμα και στην τέχνη. Ο καλλιτέχνης τους εισάγει ώστε να τονίσει την διαφορά μεταξύ της αυθεντίας και του κοινού θνητού υποκειμένου, χτίζοντας ένα πρότυπο επικοινωνίας που δεν θα βγάλει κανένα νόημα από δω και πέρα η πρόταση οπότε ας την αφήσουμε έτσι. Δεν γίνεται να είμαστε μια ζωή χαζοχαρούμενοι. Ο αναγνώστης καλείται σκεφτεί και να βγάλει τα ανάλογα συμπεράσματα.
"Χαίρετε κύριε Γκιωργκάκη, με λένε Καρλ Φον Ντε Σαρλερουά Ιφ Νοτ Τσαν Πίκολο Αχμέτ..."
"Και λοιπά και λοιπά! Δεν χρειάζεται να το πεις και όλο ρε παιδί μου! Σου είπα να μην δίνεις σημασία στις μαλακίες του σεναριογράφου. Επίτηδες τα κάνει αυτά για να δείχνει ότι είναι κοσμογυρισμένος και να ψαρώνει τον κόσμο. Άκους εκεί Τσαν. Μα που το σκέφτηκε", ακούστηκε η φωνή του σκηνοθέτη.
"Είμαι ντίλερ σε γνωστό καζίνο της περιοχής όπου συχνάζει ο Μούμιας. Όπως θα μαντέψατε ίσως από τους προλαλήσαντες, ο κύριος Μούμιας είναι από τους καλύτερους πελάτες του καζίνο. Τελευταία φορά που ήρθε, εκείνη την ήρεμη νύχτα, στάθηκε τυχερός και κέρδισε πολλά χρήματα. Έγινε μία παρεξήγηση όμως με έναν πορτιέρη που χειροδίκησε και έστειλε τον κύριο Μούμια στο νοσοκομείο. Το αφεντικό μου, για να διορθώσει το λάθος που έγινε και να αποκαταστήσει την ηθική και σωματική βλάβη που υπέστει ο πελάτης, αφού απέλυσε τον πορτιέρη, ζήτησε από εμένα να πάω προσωπικά και να δεχτώ οποιαδήποτε βίαιη πράξη θέλει να ασκήσει πάνω μου ο κύριος Μούμιας. Έτσι θα ηρεμήσει τα νεύρα του και θα αποκατασταθεί η δικαιοσύνη. Με ένα σμπάρο δυο τριγόνια. Δηλαδή θα ακουστεί ένα ΜΠΑΜ και μετά ένα ΠΛΙΤΣ και ακόμα ένα ΠΛΙΤΣ, αν υποθέσουμε ότι τα τρυγόνια θα πέσουν νεκρά σε κάποιο λακάκι με νερό. Είναι ωραίο το κυνήγι όταν βρέχει. Το ξέρατε ότι η βροχή επηρεάζει την κατεύθυνση της σφαίρας; Ο κυνηγός πρέπει να υπολογίσει σωστά τον αέρα και το νερό ώστε..."
"Cut cat κατ! Τί είναι αυτά που λες τώρα! Δεν μας ενδιαφέρουν! Προχώρα! Σεναριογράφε απολύεσαι! Άντε να τελειώνουμε ρε παιδιά η γυναίκα μου γεννάει σήμερα πρέπει να φύγω νωρίς", είπε ο σκηνοθέτης.
"Τί; Μα δεν είμαι έγγυος" είπε η ηθοποιός Ζοζεφίν που στην πραγματικότητα την λένε Σάρον Στόουν.
"Έτσι το πα για να τους αγχώσω τί με προδίδεις κι εσύ; Πάμε παιδιά πάμε πρέπει να πάρω και τον μικρό από το σχολείο!"
"Μα δεν έχουμε παιδί!", ξαναείπε η Ζοζεφίν.
"Αυτό από την προηγούμενη γυναίκα μου εννοώ"
"Πώς;! Και τώρα μου το λες αυτό; Σα δε ντρέπεσαι γουρούνι!"
"Δεν γίνεται δουλειά έτσι! Εγώ φεύγω!", φώναξε ο σκηνοθέτης και εξαφανίστηκε.
"Στη θέση μου λοιπόν θα πας εσύ και θα υποστείς το οτιδήποτε", είπε ο Καρλ στον Γκιωργκάκη, συνεχίζοντας επιτέλους το ρεσιτάλ υποκριτικής.
"Αυτό που μου ζητάτε είναι σχεδόν αδύνατον να γίνει και θα σας το αποδείξω αμέσως", απάντησε ο Γκιωργκάκης.
Έβγαλε την μπλούζα του, στάθηκε όρθιος, έκλεισε τα μάτια και πήρε μία βαθιά ανάσα στρέφοντας το κεφάλι του προς τα πάνω. Οι τρεις κάτοικοι της πυραμίδας κοιτούσαν περίεργοι τον πρωταγωνιστή μας. Το πρόσωπό του άρχισε να κοκκινίζει. Μετά από μερικά δευτερόλεπτα ξεφύσηξε απότομα.
"Με συγχωρείτε μερικές φορές ξεχνάω να εκπνεύσω. Πάμε πάλι από την αρχή"
Ξαναπήρε μία βαθιά αναπνοή, εξέπνευσε, κανονικά αυτή τη φορά, και είπε :
"Λοιπόν σκύλε! Βάρα με! Χτύπα! Έλα δειλό, απόβρασμα"
Ο ντίλερ είχε μείνει άγαλμα και κοίταζε τον Γκιωργκάκη.
"Χτύπα με ντε! Μπουνιά, κλωτσιά ό,τι θες! Χτύπα με να δεις!", του φώναξε. Ο ντίλερ όμως δεν κουνιόταν.
"Δεν βαράς ε;", είπε ο Γκιωργκάκης και έριξε ένα χαστούκι στον ντίλερ. Μετά ακούστηκε ένας ξερός ήχος σαν να σπάει καρέκλα και ο Γκιωργκάκης σωριάστηκε κάτω.
"Με συγχωρείτε δεν το ήθελα αλλά βρισκόμουν σε αυτοάμυνα", είπε ο "μαύρος Τζακ" (ΣτΣ Black Jack λέγεται ένα παιχνίδι με τράπουλα. Παίξτε αν θέλετε να πλουτίσετε).
"Δεν το περίμενα αυτό. Πάμε ξανά", είπε ο Γκιωργκάκης ενώ σηκωνόταν από κάτω, φανερά ζαλισμένος.
Ο ντίλερ σήκωσε το χέρι έτοιμος να ρίξει γροθιά, ο Γκιωργκάκης έκανε μία κίνηση για να την αποφύγει, αλλά ο Καρλ του έδωσε κλωτσιά. Ξανασωριάστηκε κάτω ο Γκιωργκάκης.
"Αυτά δεν είναι σοβαρά πράγματα Κάρολε. Εν πάσει περιπτώσει, επειδή την τρίτη φορά θα την πατήσεις και δεν θέλω να σε τραυματίσω..."
"Δεν καταλαβαίνω που θές να καταλήξεις Γκιώργκο", είπε ο νάνος, που παρακολουθούσε το θέαμα σαν ένας απλός χαρούμενος νάνος.
"Θέλω να καταλήξω αγαπητό μικροσκοπικό πλάσμα, ότι είμαι νίντζα και είναι σχεδόν αδύνατον να με χτυπήσει κάποιος. Όταν βρίσκομαι σε αυτοάμυνα, στο σώμα μου εισέρχεται η αύρα του Μπρους Λη και φτάνω σε τέτοιο σημείο που δεν μπορώ να το ελένξω. Μπορεί να υπάρξουν θύματα αλήθεια σας λέγω. Να, φυλάω και σταυρό, φτου φτου ο Θεός ημών αμήν"
"Πιστεύω θα το χειριστείς όπως πρέπει το θέμα", είπε η Ζοζεφίν. Αμέσως μετά έγινε ένα διάλλειμα για να ψάξουν τον σκηνοθέτη.

"Με τον Μούμια πήγαμε σε ένα ξενοδοχείο πολυτελείας και αφού έγινε ότι ήταν να γίνει με πλήρωσε. Βγήκαμε από το δωμάτιο, το οποίο βρισκόταν στον 16ο όροφο και μπαίνοντας στο ασανσέρ ο πελάτης μου ερεθίστηκε και μου ζήτησε να του ικανοποιήσω κάποια βίτσια μέσα στο ασανσέρ. Μου έδωσε τα λεφτά κι ενώ ήμασταν έτοιμοι να ξεκινήσουμε, το ασανσέρ σταμάτησε και μπήκε κόσμος. Είχαμε ξεχάσει να πατήσουμε το κουμπάκι που σταματάει το ασανσέρ. Έτσι, όπως καταλαβαίνεις, δεν έγινε τίποτα και τα λεφτά ξέχασα να τα επιστρέψω στον κύριο Μούμια"
"Κατάλαβα. Και θες από μένα να ικανοποιήσω όλα τα βίτσια του Μούμια μέσα σε ένα ασανσέρ, για να καλύψεις το χρέος", είπε ο Γκιωργκάκης.
"Ακριβώς. Δεν χρειάζεται όμως να είναι σε ασανσέρ. Μπορείτε να δοκιμάσετε και αλλού. Για παράδειγμα στον κήπο, κάτω από κάποια γέφυρα, σε στρατιωτικό ελικόπτερο απ όπου πηδάνε αλεξιπτωτιστές ίσως...γιατί όχι. Χμμμ τώρα που το σκέφτομαι αυτό με το ελικόπτερο είναι καλή ιδέα"
"Ποιο ελικόπτερο δεσποινίς; Εδώ μιλάμε για μία κατάσταση που ξεφεύγει από την λογική. Είναι δυνατόν να δεχτεί ο στρατός, να μπουν σε ελικόπτερο δύο πολίτες εν ώρα πτήσης; Και όχι μόνο αυτό, αλλά να πηδάνε και οι αλεξιπτωτιστές από δίπλα; Δεν ξέρετε ότι αυτά τα πράγματα θέλουν οργάνωση; Φτιάξε τα χαρτιά επιβίβασης του ελικοπτέρου, βάλε πετρέλαια, εκπαίδευσε τους αλεξιπτωτιστές να πηδάνε ενώ δύο βιτσιόζοι πολίτες βγάζουν τα μάτια τους... συν τις δραμαμίνες που θα χρειαστώ για να μην με πιάσει ναυτία στα 2 χιλιάδες πόδια. Όχι, όχι αυτά δεν είναι σοβαρά πράγματα" τέλειωσε το παραλήρημά του ο Γκιωργκάκης.
"Γκιωργκάκη, just do it man, just do it", είπε ο νάνος.
"Ανακεφαλαιώνοντας δηλαδή, πρέπει να πάω στο νοσοκομείο, να κάτσω να με ουρήσει ο Μούμιας, μετά να με πλακώσει στο ξύλο και τέλος να με σοδομήσει, αν φυσικά θέλει μόνο αυτό και όχι τίποτα παραπάνω;"
"Ακριβώς αυτό", είπε ο νάνος και έκανε νόημα στον υπάλληλο του καζίνο. Ο Κάρολος πλησίασε τον Γκιωργκάκη, γονάτισε, ο Σπίθας ανέβηκε στους ώμους του και χτύπησε φιλικά στον ώμο τον πρωταγωνιστή "ταπ ταπ".
"Εντάξει ρε παιδιά. Αν είναι μόνο αυτά τότε εντάξει", απάντησε ο Γκιωργκάκης και άρχισε να τρέχει προς απροσδιόριστη κατεύθυνση.
Και αν μερικοί κάποτε μπείτε μέσα σε καμία πυραμίδα και ακούσετε θορύβους, μην φοβηθείτε. Δεν είναι το εξοργισμένο φάντασμα του Τουταχαμόν που ζητάει εκδίκηση, ούτε της Κλεοπάτρας που ζητάει στοργή. Είναι ο Γκιωργκάκης που ζητάει περίθαλψη σε νοσοκομείο.

Τετάρτη 14 Δεκεμβρίου 2011

Οφθαλμόν αντί οφθαλμού




"Είναι ωραίο να είσαι Σκορπιός αυτό το καλοκαίρι", διάβασα στο πρώτο περιοδικό που έπιασα. Βρισκόμουν στην αίθουσα αναμονής. Επιτέλους, μία καλή είδηση. Είναι γεγονός πώς εμείς οι Σκορπιοί κάθε καλοκαίρι δεχόμαστε μαγνητικά κύματα της Σελήνης...ωχ πάλι τα ίδια. Νάνοι άρχισαν να περνούν από μπροστά μου τρέχοντας, γελώντας τσιριχτά. Ο τελευταίος νάνος, όπως πάντα, γύρισε το κεφάλι του προς εμένα, είπε "Μας μέτρησες; Χιχιχι" κι εξαφανίστηκε πίσω από έναν κύριο που προσπαθούσε να πιεί νερό από τον ψύκτη αλλα δεν φαινόταν να τα καταφέρνει και πολύ καλά. "Τα συναισθηματικά σας πάνε τέλεια". Εμένα μου λες. "Δώστε προσοχή στα οικονομικά σας κι αν συναντήσετε πουθενά κάποιον εφοριακό πείτε του με την ευγένεια που διακρίνει κάθε Σκορπιό, να πάει να γαμηθεί".

"Ο επόμενος παρακαλώ. Κύριος Σολωμός Σολωμών; Σολωμών Σολωμός; Σολορόφ Σόλωνος; Πανεπιστημίου Πατησίων γωνία; Ή όπως αλλιώς λέγεται τέλος πάντων, ας περάσει". Ένας κύριος γύρω στα 60, με τζιν, μπότες και ένα γάντι στο αριστερό χέρι σηκώθηκε την ίδια στιγμή που πήγα να σηκωθώ κι εγώ. "Μα δεν είναι δυνατόν υπάρχει κι άλλος με το ίδιο όνομα;", αναρωτήθηκα. Πήγαμε να μπούμε από την πόρτα αλλά δεν χωράγαμε και οι δύο μαζί. Φυσικό δεν είναι; Καμία πόρτα δεν χωράει δύο ανθρώπους μαζί, εκτός αν πρόκειται για την περίφημη τεράστια καγκελόπορτα του παραδείσου.

- Με συγχωρείτε αλλά πρέπει να δω τον γιατρό.
- Μα κι εγώ πρέπει να τον δω.
- Ναι αλλά εγώ έχω κλείσει ραντεβού.
- Κι εγώ έχω κλείσει ραντεβού.
- Και πώς σας λένε αν δεν γίνομαι διακριτικός;
- Πανεπιστημίου Πατησίων Γωνίας.
- Μα τί μου λέτε εκεί έμενε η νονά του αδερφού μου.
- Πολύς κόσμος μένει εκεί.
- Μα για δείτε. Μόλις πέρασε από πίσω σας ένας πτεροδάκτυλος.

Και έτσι κατάφερα να μπω στο γραφείο, κλείνοντας γρήγορα την πίσω πόρτα μου. Την πόρτα πίσω μου εννοώ. Όταν αυτοσχεδιάζω πάντα πετυχαίνω. Το έγραφε και ο Καζαμίας : Αν δείτε στον ύπνο σας ομελέτες να χορεύουν σάμπα ή σουίνγκ, μία μεγάλη ιδέα θα σας κυριεύσει ανοίγοντας τον δρόμο για νέες επιτυχίες.

"Παρακαλώ καθίστε", μου είπε ο γιατρός τραβώντας με προσοχή τις τρίχες από το στήθος του. Κάθισα και κοίταξα τον άντρα με τα γυαλία και την φαλάκρα. Περιμένα να μιλήσει. Κάτι ψιθύριζε κοιτώντας το στήθος του αλλά δεν μπορούσα να ακούσω. Πήρα την πρωτοβουλία και ξεκίνησα να μιλάω.

"Κοιτάχτε γιατρέ, είμαι προληπτικός. Κι αυτό δεν είναι πρόβλημα για μένα αλλά για τους γύρω μου. Ό,τι βγαίνει στον καφέ είναι αλήθεια και αποδεικνύεται πάντα ότι είναι αλήθεια οπότε δεν έχω κανένα πρόβλημα. Απλά μάλλον οι άνθρωποι που συναναστρέφομαι δεν μπορούν να αποδεχτούν ότι ζω τόσο εναρμονισμένα και συγχρονισμένα με την μοίρα. Εντάξει, μην φανταστείτε ότι είμαι προληπτικός σε υπερβολικό βαθμό. Όταν μία θεία μου μού έριξε τα ταρώ και αποκαλύφθηκε η ξανθιά, που ήξερε τη μελαχρινή και η οποία ύστερα από τηλεφώνημα έκπληξη θα ενημέρωνε την ξανθιά να της πει ότι εγώ ξέρω ότι την ξέρει, τότε ήταν που έπρεπε να λάβω μέτρα. Κατ αρχήν για να γίνω σαφής : με την μελαχρινή δεν έχω κάνει τίποτα. Προς Θεού. Η ξανθιά είναι Τοξότης με ωροσκόπο Ταύρο και εξάλλου μιλάμε για μία χρονιά που η ευθυγράμμιση του Ωρίωνα με τα νησιά Φερόες καθιστά εφικτή μία σοβαρή ερωτική σχέση. Άρα..."
"Μάλιστα μάλιστα. Κοιμάστε καλά τα βράδια κύριε...;"
"Σόλων Όλον"
"Κύριε Σόλων λοιπόν, πώς κοιμάστε τα βράδια; Υπάρχει κάποιο όνειρο που σας έκανε εντύπωση και πιστεύετε ότι αξίζει να αναφερθεί; Έχετε κοιμηθεί ποτέ στην κρεβατοκάμαρα και να ξυπνήσετε στο χαλάκι της εξώπορτας; Ποια είναι η γνώμη σας για τον ρόλο του υποσυνείδητου στον υπαρξιακό κόσμο αλληλοταύτισης των μετουσιώσεων εντός εκτός κι επί τα αυτά πάραυτα και εκ των έσω;", είπε ο γιατρός χωρίς να έχει σηκώσει το κεφάλι του. Φαινόταν σαν να μιλάει σε κάποιον κάτω από το γραφείο του.

"Γιατρέ, το πρόβλημα που αντιμετωπίζω είναι τα οράματα. Τα βλέπω σε ακαθόριστες μέρες και ώρες. Είχα πει στη γυναίκα μου για ένα όραμα που είχα δει και αυτή με έδιωξε από το σπίτι. Είδα που λέτε, όχι εσείς, φράση είναι, το καταλάβατε έτσι; Είδα που λέω, ένα όραμα, το πρωί πίνοντας τον καφέ μου στη βεράντα, λίγα λεπτά πριν φύγω για τη δουλειά. Εμφανίστηκε δίπλα μου ο Εωσφόρος, με ένα κουβά γεμάτο κορν φλέικς και γάλα. Αρχικά δεν έδωσα σημασία γιατί από το τρίξιμο των δοντιών που μασούλαγε πίστεψα ότι ήταν η γυναίκα μου που κάθεται συχνά και παίρνουμε πρωινό μαζί. Μετά άκουσα την σατανική φωνή που μου είπε "Πετάξου φέρε μου ένα ποτήρι νερό κι ένα Μάλμπορο.". Γύρισα και τί να δω; Μα τί άλλο; Τον Εωσφόρο. Ξέρετε είμαι Βραχμάνος τατοϊστής εκ πεποιθήσεως και..."
Σαν να ξύπνησε ξαφνικά ο γιατρός πετάχτηκε όρθιος, όρθωσε το ένα χέρι ψηλά προς το ταβάνι και είπε τα παρακάτω λόγια:
"Κύριε Σόλων ακούστε. Δεν μας ενδιαφέρει το ποιόν σας. Δεν μας ενδιαφέρουν τα πιστεύω σας. Δεν μας ενδιαφέρει ο άλλος σας εαυτός, αν με αντιλαμβάνεστε. Εδώ δεν είμαστε τίποτα μέντιουμ. Δεν μας ενδιαφέρουν οι προλήψεις, προκαταλήψεις, παραλήψεις, ελλείψεις ή καταλήψεις. Δεν μας ενδιαφέρει οτιδήποτε έχει σχέση με εσάς. Εκτός από ένα πράγμα : τα μάτια σας. Τα μάτια σας, λέω, και τίποτ άλλο! Παρατηρήστε το στόμα μου όταν αρθρώνει τη λέξη "μάτια". Το είδατε; Απλό δεν είναι; Μα και τια τί μας κάνει; Μάτια, μάλιστα. Σας παρακαλώ, καθίστε σε αυτή την καρέκλα", και έδειξε στο σημείο που έπρεπε να βρίσκεται μία καρέκλα. Στην ιστορία μας όμως καρέκλα δεν υπήρχε εκεί που έδειχνε ο γιατρός, αλλά λίγο πιο δίπλα.

"Λοιπόν. Κύριε Σόλων. Χμμμ...κάποτε, στο σχολείο, περίπου εικοσι χρόνια πριν, είχα έναν φίλο που τον έλεγαν Σόλων. Περίεργο έτσι; Παίζαμε και μπάσκετ μαζί. Το κωλόπαιδο πάντα με νικούσε. Ούτε μία ισοπαλία δεν είχα πάρει. Κάθε φορά που παίζαμε γύρναγα σπίτι κλαίγοντας και η μαμά μου με καθησύχαζε ότι εγώ έχω μυαλό και θα γίνω επιστήμονας ενώ αυτός θα πιάσει δουλειά στην δίπλα οικοδομή. Εγώ όμως παραπονιόμουν ότι είχε πολύ καλό σουτ. Και ήταν πιο ψηλός από μένα και δυνατός. Τα κορίτσια στο σχολείο τον ερωτευόντουσαν, έπαιρνε το αμάξι του πατέρα του και πήγαινε βόλτες και έπαιζε και μπιλιάρδο στα μπαρ τα βράδια. Μα τί λέω. Εδώ έχουμε δουλειά κύριε μου! Ασκούμε έργο! Δεν μπορεί να ασχολούμαστε με αλήτες! Δεν μπορεί λέω! Περασμένα ξεχασμένα! Τέλος. Τέλος είπα!", είπε ο γιατρός εκνευρισμένος.
"Σοφία! Σοφία! Νερό!", φώναξε προς το διπλανό γραφείο της γραμματέας του.
Ξερόβηξε λίγο, πήρε μία βαθιά ανάσα, σκούπισε τον ιδρώτα από το μέτωπο και συνέχισε να μιλάει.

"Μετά από την εξέταση μπορώ να σας πω με βεβαιότητα ότι η κατάσταση των οφθαλμών σας είναι πολύ καλή κύριε Σόλων. Δεν έχετε ούτε μυωπία ούτε πρεσβυωπία, διακρίνετε τα χρώματα κανονικά και μπορείτε να φύγετε. 248 ευρώ, ευχαριστώ, γεια σας, επόμενος."
"Μα γιατρέ σας είπα ότι βλέπω οράματα δεν είναι δυνατόν να είμαι καλά. Κι εξάλλου οι νάνοι περνούν τόσο γρήγορα από μπροστά μου που δεν προλαβαίνω να τους μετρήσω. Αν λοιπόν υπονοείτε ότι είμαι αργόστροφος τότε να προσέχετε πώς μου μιλάτε γιατί..."
"Κοιτάχτε κύριε Σόλων. Τα οράματα που βλέπετε δεν έχουν να κάνουν με πρόβλημα των οφθαλμών σας. Τα οράματά σας οφείλονται σε εσφαλμένα σήματα που στέλνει το οφθαλμολογικό εγκεφαλικό κέντρο, τα οποία σήματα οφείλονται προφανώς σε κάποιο νευρολογικό, ψυχολογικό ή το συνδυασμό και των δύο, πρόβλημα. Συνεπώς, αν θέλετε να μου αδειάσετε τη γωνιά θα σας ήμουν ευγνώμων", είπε ο γιατρός και έκανε κινήσεις με το χέρι του δείχνωντας προς την πόρτα.
"Εντάξει λοιπόν. Θα φύγω. Αλλά πριν φύγω θα σας πω το εξής : εγώ είμαι ο Σόλων που σας νίκαγε στο μπάσκετ! Χαχα κορόιδο!", είπα και έφυγα τρέχοντας από το ιατρείο. Ακούστηκε ένα "Τιιιιι!", ένα μπαμ και ένα κρακ και αμέσως μία γυναικεία φωνή "Ένα γιατρό γρήγορα ένα γιατρό!".

Και κάπου εδώ τελειώνει το επεισόδιο. Για όσους αναρωτιούνται ακόμα τί έγινε στο τέλος, ο Σόλων επιστρέφει στην φυσιολογική ζωή του παρέα με τους νάνους και ο κύριος οφθαλμίατρος περιφέρεται στους διαδρόμους κάποιου ψυχιατρείου προκαλώντας τους συγκάτοικούς του για έναν αγώνα μπάσκετ.

Πέμπτη 9 Ιουνίου 2011

Ντέρτι Χάρης




Το όνομά του : Χάρης Πενιχρός. Χόμπι του η κωπηλασία. Μεγάλωσε σε ένα μικρό νησί. Στο σχολείο ήταν από τα παιδιά που την ώρα της γυμναστικής άλλαζε, έβαζε φόρμα και μετά φόραγε πουκάμισο χαβάη και κολώνια Αλάνι στην μασχάλη. Δεν μίλαγε πολύ και όταν το έκανε έλεγε για το σκορ του χθεσινού αγώνα, για την κόκκινη κάρτα που αν το ξανάβλεπες σε αργή κίνηση δεν ήταν φάουλ, για το μηχανάκι του και για τον καινούργιο δίσκο του Μιχάλη Κιεγιναδιάσημου. Όμορφο χαμόγελο, μάτια στο χρώμα του ωκεανού. Τρελό αγόρι.

Οικογένεια, υπόδειγμα ήθους και ανατροφής. Πατέρας γιατρός, μητέρα γιατρός, γιαγιά γιατρός, παππούς νταβατζής. Γενετικό σφάλμα θα μπορούσε να πει κάποιος. Μοίρα θα το έλεγαν άλλοι. Η αλήθεια βρίσκεται κάπου στη μέση. Όποιος κι αν ήταν ο λόγος, ο Χάρης ήταν καταδικασμένος. Ο παππούς κάποτε του είχε πει : "Χάρη...", έκανε μία παύση μικρή για να έχει αγωνία ο πρωταγωνιστής. "...όλες είναι πουτάνες". Κι αυτό ήταν κάτι που το αθώο παιδικό του μυαλό δεν μπόρεσε ποτέ να αποβάλλει. Ποιος μπορεί να αρνηθεί ότι η εξέλιξή της ζωής του δεν επηρεάστηκε από τυχαία και φαινομενικά μικρά συμβάντα;

"Συνδεόμαστε με τον Χάρη Πενιχρό, ο οποίος βρίσκεται στο Μέγαρο Μαξύνεμου. Χάρη..."
"Καλημέρα Φόλα, καλημέρα κυρίες και κύριοι. Βρίσκομαστε στο Μέγαρο Μαξύνεμου, όπου ο πρωθυπουργός θα εξαγγείλει κάτι καταπληκτικό. Κάτι που σίγουρα θα φέρει ρίγη ανατριχίλας στο ανυποψίαστο κοινό. Αυτό που όλοι περιμέναμε. Μία δήλωση σμιλεμένη από την καρδιά ενός ευαίσθητου ανθρώπου. Στηθείτε μπροστά απ τις οθόνες σας, φάτε πατατάκια, πιείτε τον καφέ σας και απολαύστε αυτό το γλυκό πρόσωπο", είπε ο Χάρης.
Στην οθόνη φάνηκε ο πρωθυπουργός αγχωμένος, να κοιτάζει γύρω γύρω σαν να έχασε κάτι.
"Είμαστε έτοιμοι;"
Ακούγονται κάτι ψίθυροι : "Ρε μαλάκα πατάς το καλώδιο"
"Τί;"
"Το καλώδιο ρε μαλάκα, το καλώδιο"
"Έτοιμοι!"
Εμφανίστηκε το πρόσωπο του πρωθυπουργού που οι βλεφαρίδες του είχαν τονιστεί με το κατάλληλο μακιγιάζ ενώ λίγο ρουζ έκανε τα μάγουλά του να φαίνονται σαν μάγουλα μωρού.
"Κυρίες και κύριοι, συμπολίτες και συμπολίτισσες, σε μία τόσο κρίσιμη καμπή στην ιστορία της χώρας μας, ο λαός πρέπει να φανεί ισάξιος των προγόνων του, να σηκώσει ψηλά το χέρι και να πει περήφανα : ναι εγώ θα στηρίξω το σύστημα που τόσο με αγαπάει και με σέβεται. Γιατί, αν όχι το κράτος, τότε ποιος σας σκέφτεται; Ποιος σας δίνει δουλειά; Ποιός σας δίνει οικογένεια; Ποιος, πάνω απ' όλα, σας έχει δώσει ελπίδα ακόμα και τέτοιες δύσκολες στιγμές που διανύουμε; Ποιος σας δίνει ζωή; Τί θα κάνει η καμαριέρα που έμεινε έγκυος από το παντρεμένο αφεντικό; Πώς θα αντιδράσει η γυναίκα, μητέρα δύο γλυκύτατων μωρών, πρώην φυλακισμένη λόγω δολοφονίας του εραστή της και υποστηρίκτρια του Φρόυντ, όπως η ίδια παραδέχεται; Όλα αυτά και άλλα πολλά θα τα..."
"Κύριε πρωθυπουργέ διαβάζετε λάθος χαρτί", πετάχτηκε ο πανέξυπνος μπράβος που κατάλαβε ότι κάτι δεν πάει καλά με τα λεγόμενα του άχρηστου αφεντικού του.
Το κοινό από κάτω άρχισε να φωνάζει ρυθμικά συνθήματα για το κόμμα, τον πρωθυπουργό, την μάνα του μπράβου και άλλα όμορφα πράγματα που αναδεικνύουν την αξία τόσων εκατοντάδων χρόνων πολιτισμού.
"Ευχαριστούμε Χάρη για την τεράστια μπούρδα που ονομάζεις ρεπορτάζ, κάτι που αξίζει λίγο λιγότερο από ένα κουβά γεμάτο σκατά σκύλου με ευκοίλια.Αν νομίζεις ότι αυτό θα αλλάξει κάτι στον μισθό σου τότε (δεν) λυπάμαι που το λέω αλλά είσαι ηλίθιος. Κυρίες και κύριοι, η επόμενη είδηση που πουλάει σήμερα έχει να κάνει..."

"Μπάσταρδοι θα μου το πληρώσετε", σκέφτηκε ο Χάρης. Τόσα χρόνια στο κανάλι ήταν ο άνθρωπος της αγγαρείας. Ένας περίγελος, ένας κλόουν, ένα παράδειγμα προς αποφυγή. Ούτε μία αύξηση στον μισθό, ούτε μία προαγωγή, τίποτα, ένα μηδενικό. Οι συνάδελφοι όταν περνούσε από δίπλα τους, τον έδειχναν και γελούσαν. Ο διευθυντής του καναλιού τον μούτζωνε πίσω από την πλάτη του. Ως εδώ όμως. Τέρμα το γλύψιμο βρώμικων κώλων. Τέρμα στον συμβιβασμό. Τέρμα στην ειρηνική αντιμετώπιση της κοινωνικής σαπίλας. Τέρμα στον καθωπρεπισμό, τον δηθενισμό, τέρμα στον καταληξησεϊσμό. Δοκάρι στα αφεντικά και γκολ στην αναρχία. Ζουμ στον Χάρη με το βλέμμα Ράμπο-σε-οργασμό. Όπως λέει μία πανέξυπνη παροιμία του Τέξας σίτι : "Όπλο στην τσέπη, δάχτυλο στη σκανδάλη". Άνοιξε το συρτάρι. Έβγαλε από μέσα ένα μάγκνουμ, δύο χειροβομβίδες, ένα μαχαίρι (του παππού του όταν ήταν στο Βιετνάμ για διακοπές), ένα μπαζούκας, δύο κουραμπιέδες (από τα χεράκια της μανούλας του), ένα ζευγάρι χειροπέδες, ένα σωληνάριο βαζελίνης και ένα τριαντάφυλλο, του παππού του κι αυτό από τότε που ήταν χίπις. Ο Χάρης γύρισε στην κάμερα, χαμογέλασε και είπε "Και όλα αυτά μέσα σε ένα μόνο μικρό συρτάρι". Τρελό αγόρι.

Έφαγε τους χαλασμένους κουραμπιέδες. Ούτε το ίδιο το συρτάρι δεν ήξερε πόσους μήνες ήταν αποθηκευμένοι εκεί μέσα. Φόρεσε τις αγαπημένες του παντόφλες με την μουσούδα του Ροζ Πάνθηρα και βγήκε στον δρόμο. Οι περαστικοί τον κοίταζαν λες και φόραγε μόνο εσώρουχα. Σωστά : είχε βγει μόνο με τα εσώρουχα. Στον δρόμο μία γιαγιά του έκλεισε το μάτι. Ο Χάρης την πλησίασε και της είπε "Κι αυτό...είναι μόνο η αρχή" και φίλησε τη γιαγιά στο μέτωπο. Συνέχισε. Ύστερα ένας μαύρος του έκλεισε το μάτι. Τον πλησίασε και του είπε "شرحات لحم ضأني بعظمه". Μπήκε στο κτίριο που στέγαζε όλα τα καθάρματα του καναλιού ΠΙΠΑ 5. Αυτή την ώρα ξεκινούσε το βραδινό δελτίο ειδήσεων.

Στο στούντιο η Φόλα μόλις είδε τον Χάρη αιφνιδιάστηκε προς στιγμή αλλά μετά χαμογέλασε ειρωνικά. Ο Χάρης έμεινε ακίνητος κοιτάζοντας ψύχραιμος την παρουσίαση των ειδήσεων. Περπάτησε αργά και στάθερά, μπήκε στο πλάνο. Ο καμεράνθρωπος και το προσωπικό του έκαναν νοήματα με τα χέρια, με τα πόδια, με μικρόφωνα, με καπνούς, με ό,τι είχαν στη διάθεσή τους, να φύγει από το πλάνο. Η Φόλα σταμάτησε και κοίταξε τον Χάρη. Το βλέμμα της την πρόδωσε : κάτι δεν πήγαινε καλά. Κοίταξε τον φακό. Ήταν έτοιμη να σηκωθεί και να αρχίσει να τρέχει. Με ένα ακροβατικό, επιδέξιο σάλτο ο Χάρης βρέθηκε πάνω στον πάγκο. Κατέβασε το μποξεράκι με τον Μίκυ και την Μίνι και γονάτισε πάνω από τα χαρτιά που διαθέτει κάθε παρουσιαστής ειδήσεων που σέβεται τον εαυτό του. Ήταν η κρίσιμη στιγμή. Οι κουραμπιέδες δεν τον πρόδωσαν. Σφίχτηκε, γύρισε το κεφάλι του προς την κάμερα, το αναψοκοκκινισμένο πρόσωπό του συσπάστηκε και αμέσως μετά ένα χαμόγελο γαλήνης έκανε την εμφάνισή του. Αφόδευσε ό,τι είχε φάει το τελευταίο 24ωρο. Όλοι μέσα στο στούντιο είχαν κοκκαλώσει. Κανείς δεν τόλμησε να πει ή να κάνει ή έστω να έκφράσει οτιδήποτε. Η Φόλα μόνο μπροστά σε αυτό το αποκρουστικό θέαμα δεν άντεξε και άρχισε να κλαίει με λυγμούς. "Μα...λυγμ...πώς...λυγμ...μπόρεσες...". Ο Χάρης με άλλο ένα σάλτο βρέθηκε όρθιος δίπλα απ την Φόλα. Της χαϊδεψε το κεφάλι με κατανόηση "Αγάπη μου, όλα είναι θέμα διατροφής, ανατροφής και θάρρους". Και έφυγε.

Αντίο Χάρη, θα μας λείψεις.