Παρασκευή 20 Νοεμβρίου 2009

Άγια πόρνη




"Θα σου δίνω το κορμί μου αλλά θέλω αντίτιμο" του είχε πει.
"Τί θες;" της είπε.
"Αγάπα με" του είχε πει.
Και την αγαπούσε.
"Περισσότερο" του είχε πει.
Περισσότερο την αγαπούσε.
Παιχνίδια και δοκιμές.
Ντροπές και παιδικά χαμόγελα.
Τα σώματά τους ενωμένα.
Οι ψυχές τους αγκαλιασμένες.
Καθαρά τα μάτια.

Το οργισμένο πάθος του εραστή,
δεν γνωρίζει κανόνες,
δεν ξεχωρίζει σωστά και λάθη,
ωφέλιμο και μη,
παρά μόνο στο βωμό της φωτιάς,
θυσιάζει τα πάντα
προς ικανοποίηση του θεού,
για την ηδονή,
την εκτίναξη σε ύψη,
χωρίς να λογαριάζει συνέπειες,
ο εραστής, ο δημιουργός, οδηγείται
στην δολοφονία του θεού του
για να μπορέσει να πετάξει ελεύθερος.

Η ευγένεια μετατράπηκε σε χυδαιότητα.
Η αγνότητα βεβηλώθηκε.
Το κορμί δεν χρειαζόταν αγάπη.
Είχε ανάγκη από αλυσίδες.
Κάτι έσπασε στα μάτια της.
"Δεν θέλω να με αγαπάς" έλεγε μετά.
Και σταμάτησε να την αγαπάει.
Μαχαίρια έγιναν οι ψυχές τους.
Εκρήξεις αιματηρές στο ηφαίστειο της αγάπης.
Η σιωπή κυριάρχησε.
Ένα βουβό τοπίο όπου μιλάνε στον εαυτό τους.
H πόρνη της ψυχής.
O κατακτητής της πόρνης.

Δευτέρα 7 Σεπτεμβρίου 2009

Το γράμμα του Homo Kranius




Λαμπερό μου Κρανίο,
Σου γράφω για να εκδικηθώ για τις όσες ματαιόδοξες, περήφανες, χαώδεις σκέψεις περιέχεις εκεί μέσα. Για την χαρά και τη λύπη που προσφέρεις σε εμένα και τόσους άλλους με τα παιχνιδιάρικα δημιουργήματά σου. Αποδίδω φόρο τιμής σε εσένα που οι ηλιοκαμμένοι αρχαιολόγοι ξεθάβουν και καθαρίζουν προσεκτικά με τα μικρά βουρτσάκια τους για να σε συντηρήσουν και να σε προβάλλουν σε ένα μουσείο φυσικής ιστορίας. Εσένα που οι λευκοί κατακτητές ηπείρων, οι παλαιοί αυτοκράτορες, καρφώνανε στην κορυφή ενός ξύλου για παραδειγματισμό, για εκφοβισμό.
Ολόκληρη η ανθρωπότητα απορεί για το αν σου οφείλει ευγνωμοσύνη για τα όσα κρύβεις ή μία βαθιά, κάκιστη κατάρα είναι αυτό που αρμόζει καλύτερα για την περίπτωσή σου. Τί είναι αυτό που πηγάζει από μέσα σου εκτός από έναν ζουμερό, αφράτο, εγκέφαλο; Διαμορφώνεις ιδιοφυϊες, μεγαλοφυϊες, προσωπικότητες, τρελά, παράξενα, απλά, ιδιόμορφα ή δύσμορφα όντα.
Σε μία γυάλα σε έχω και σε κοιτάζω εξερευνώντας κάθε πτυχή της τόσο ενδιαφέρουσας φύσης του περιεχόμενού σου. Μην το παίρνεις πάνω σου Κρανίο. Κάποιες φορές είναι τόσο ξεκάθαρη η λειτουργία σου ενώ άλλες είναι να απορεί κανείς για το ώφελος των δραστηριοτήτων σου. Μην μου μιλάς, δεν θέλω να ακούσω άλλο για την τέχνη του να δημιουργείς και να συγκρούεις έννοιες. Άραγε είσαι μόνο ένα πεδίο μάχης και τίποτα παραπάνω εσύ ω Κρανίο, ω κοκκάλινο απροσδιόριστου σχήματος αντικείμενο με τρύπες, ω φορέα των ειρμών, των ονείρων, των απολαύσεων, των οδειρμών των δολοφονικών, των απέραντων θαλασσών, των ωκεανών απείρου βάθους, των ερήμων, εσύ κανάτα του σύμπαντος; Χύσε το νερό από μέσα σου να δούμε τον πυθμένα. Δώσε μου πάθος, οργή, θυμό, ενέργεια. Τώρα θέλω γαλήνη, ηρεμία, αδράνεια. Όλα μαζί ταυτόχρονα : κύματα συναισθημάτων, χείμαρρους σκέψεων, χρώματα, κενό, σύννεφα, φως, σκοτάδι, γαλαξίες, πυρήνες! Εντυπωσίασέ με! Αρχίζω να αμφιβάλλω για σένα.
Απειροελάχιστη σημασία έχουν οι δύο χαρακτηριστικές τρύπες σου σε σχέση με αυτό που τα δύο τοποθετημένα μάτια βλέπουν. Αδικαιολόγητα άσχημες είναι οι δύο τρύπες όπου καταλήγει αυτό το ευθύγραμμο ή καμπύλο σε κάποιους εξόγκωμα σε σχέση με τις άπειρες μυρωδιές κάθε είδους λουλουδιού που εισέρχονται από αυτές. Πόσο άχρηστο θα ήταν αυτό το κενό αν δεν είχε προβλέψει ο γλύπτης σου να το επενδύσει με τους δεκάδες μυς ώστε να ανοιγοκλείνει, να εκφράζει χαρά, λύπη, οργή, πόνο και αγάπη. Ποιος θα ήταν ο λόγος της ύπαρξής σου αν μέσα από τις δύο πλαϊνές σου τρύπες δεν εισέρχονταν τα τραγούδια των αγγελικών φωνών που δημιουργούνται με αφορμή, όχι εσένα αλλά, το περιεχόμενό σου; Απαιτώ εξηγήσεις από εσένα που υποτίθεται ότι προστατεύεις τα εντόσθιά σου, και είσαι φτιαγμένο από ένα υλικό που μία απότομη κίνηση αρκεί για να γίνεις θρύψαλλα και να στερήσεις από μία ζωή όλα τα οράματα, όλα τα τραγούδια, όλα τα λουλούδια, όλη τη φαιά ουσία, μέσα από τα οποία γεννιέται η απέραντη ομορφιά του Σύμπαντος, ω Κρανίο.

Δευτέρα 8 Ιουνίου 2009

Vindictae Trahit Exitium




Μέσα από την μήτρα της μάνας παρακολουθεί το έργο. Εξελίσσεται σαν ένα δύωρο θρίλλερ γνωρίζοντας με κάθε λεπτομέρεια τα χέρια του δολοφόνου που φοράνε τα γάντια. Γάλα και μέλι φέρτε να απολαύσει το θέαμα καθώς θα γκρεμίζεται συνθέμελα το οικοδόμημα. Από την βάση εως την κορυφή, από τον πυρήνα εως τον απέραντο ουρανό, να εξαπλωθεί η φωτιά, τα κύματα να καλύψουν κάθε δέντρο, κάθε πέτρα, κάθε κόκκο άμμου, τις απέραντες ερήμους με τους αρρώστους που λιμοκτονούν, τις βίλες με τις πισίνες των χοντρών πλούσιων, μικρά σπιτάκια σε λιβάδια που βόσκουν προβατάκια, τα κατεψυγμένα ψάρια τις γειτόνισας, μέχρι και την μπουγάδα της. Και σηκώνεται το μαχαίρι, κατευθυνόμενο από το ψεύτικο χέρι με το γάντι, δίχως σάρκα, δίχως οστά, ένα πλαστικό, μαύρο, γυαλιστερό εργαλείο με μία λεπίδα στην άκρη. Και φωνάζει : "Κανένας οίκτος!". Μία στριγγλιά, γεμάτη οργή, μελαγχολία και σιγουριά για το τέλος της πράξης. Αλλά ο ηθοποιός κολλάει. Κάτι μέσα του αντιστέκεται. Μήτε ματαιοδοξία, μήτε φόβος, μήτε το φως τον τυφλώνει, μήτε σκοτάδι απύθμενο τον εμποδίζει. Κάπου διστάζει. Χάνεται για λίγο, σαν να τον αφήνουν οι αισθήσεις του. Μάτια αθώα, ένοχα τον κοιτάζουν. Τύψεις καβάλα σε άλογο που έριξε τον καβαλάρη, επαναστάτησε ενάντια στα τσουχτερά σπιρούνια. Τρέχουν τα άλογα μόνα τους, τρέχουν στην έρημο του φόβου. Τα δέντρα γδάρθηκαν, ξεφλούδισαν και γύμνωσαν την ομορφιά τους μπροστά στο τσεκούρι του αδίστακτου ξυλοκόπου.
Το μαχαίρι κατεβαίνει, οι φωτιές αφινιάζουν, θύελλες ξεσπούν, κύματα ξεσηκώνονται, μάτια γυαλίζουν, στεγνό λαρύγγι πάλλεται. Τί είναι το αίμα μπροστά στη μορφή που πλησιάζει, σε παίρνει, σου λέει πες "Αντίο", σε βγάζει από την μουχλιασμένη σου γωνιά και ταξίδι για το άγνωστο σε πάει. Πες "Αντίο" στον οίκτο, άνθρωπε, ποντίκι, σαύρα ή αλεπού παμπόνηρη. Πες "Αντίο" στον ήλιο κάκτε ξερέ, τριαντάφυλλο με τα απαλά ροδοπέταλα και πεταλούδα που μοναχή κι ευτυχισμένη πετάς με το φύσημα του ανέμου. Τέλειωσε το παραμύθι σου, το όνειρό σου σβήστηκε από τη μνήμη, από την άμμο πάνω που ζωγράφιζες έφυγε, εξανεμίστηκε, άσε το σαμάρι γάιδαρε, κλείσε τα γουρλωτά τα μάτια σου σοφή, περήφανη κουκουβάγια, μυρμήγκια σχολάσατε τέλειωσε μια για πάντα το καλοκαίρι, για σας πολικές αρκούδες το τρίχωμα δεν σας σώζει. Πηγαίνετε σε χώρες μακρινές, εκεί που οι άγγελοι φοβούνται μήπως καούν τα φτερά τους, εκεί που οι δαίμονες φοβούνται το σκοτάδι. Παίξε μουσική, παίξε με τις νότες που ψηλά ανεβαίνουν ύπουλα και πέφτουν σαν χείμαρροι. Χόρευε, χόρευε, χόρευε στο σκοινί ακροβάτη, παίξε με τους νόμους. Λικνίσου στους ρυθμούς της καταστροφής με χάρη, γλυκιά, λευκή μπαλαρίνα με τα στενά παπούτσια. Εργάτη πιάσε το αμόνι και βάρα το σφυρί. Γιατρέ πέταξε τις ενέσεις, σκάψε τα ρουθούνια και κάνε συλλογή από μύξα κολλώδη να συνθέσεις το τέλειο δηλητήριο. Έλα κι εσύ νεκροθάφτη, ανέστησε τους πελάτες σου κι άσε τον Χάρο να τραβάει κουπί ασταμάτητα μέσα στην λίμνη του χρόνου.
Έπεσε η λεπίδα, μα το πρόσωπο δεν φανερώθηκε, κι έμεινες να κοιτάς το τοπίο της αναγέννησης, εσύ αγέννητο βρέφος. Όσο κι αν σκούξει η μάνα, τη ζέστη της κοιλιάς δύσκολα εγκαταλείπεις. Μα η μοίρα σου είναι διαφορετική από αυτή που περίμενες, βρέφος. Μέσα από τον κόλπο θα πεταχτείς, τα γάντια θα σε γραπώσουν και μέσα στη σιωπή, το κλάμα σου θα σπάσει το φράγμα της ζεστασιάς και θα περιτριγυρίζεσαι από λουλούδια επισκεπτών που σε καλωσορίζουν στην επόμενη πράξη του έργου. Πρωταγωνιστής πλέον, εσύ, ω βρέφος, μπορείς να ζήσεις από κοντά το αριστούργημα της καταστροφής. Η ευτυχία στην ανεμοδαρμένη ράχη της καμήλας, ο οίκτος στην γωνία ενός πολύχρωμου κελιού, τα απαθές μάτια του θεατή, στυλοβάτες κατακρεουργημένοι για την έναρξη του αρμαγεδώνα, αναμένουν με το χαμόγελο στα χείλη. Να γιορτάσουν το τέλος. Να τα δουν όλα να πέφτουν στα χέρια της μαμάς. Να στροβιλίζονται μέσα στην σπείρα της ανθρώπινης ύπαρξης εξεσφενδονίζοντας σπίθες κόκκινες με τη φορά της κεντρομόλου. Και να ξεφεύγει η τελευταία ακτίνα από την σπείρα και να κατευθύνεται πάλι στην μήτρα. Πίσω, εκεί, στην υγρή, ζεστή αγκαλιά της αιωνιότητας, να κουλουριαστεί και να κρύψει ό,τι πήρε μαζί της στο πέρασμά της, ό,τι συνέθλιψε, ό,τι εξόντωσε. Για να το ξεράσει πάλι πίσω. Χαμογελώντας.

Τετάρτη 3 Ιουνίου 2009

Αποχής θέατρα



Στο παρακάτω θεατρικό δράμα πρωταγωνιστούν οι
Α - Χαλαρός Χλεχλεψαχνωαφορμής
Β - Ψαγμένος Ρομαντικοβιαιοκαταστολής

Α: Έλα ρε μαλάκα! Που χάθηκες ρε φίλε; Τί νέα;
Β: Καλά φίλε μου. Τώρα πήγαινα να πάρω τσιγάρα. Εσύ;
Α: Εγώ ρε φίλε πάω να βγάλω κάτι εισιτήρια γιατί θα πάω Μύκονο το Σαββατοκύριακο.
Β: Με ποιον;
Α: Με την κοπέλα μου να πούμε. Βρήκα ευκαιρία τώρα με τις εκλογές να την κάνω για παραλία. Κλασικά ρε μαν.
Β: Δεν θα ψηφίσεις;
Α: Τί να ψηφίσω ρε φίλε να πούμε; Στ αρχίδια μου. Σιγά μην ασχολούμαι με τους μαλάκες να πούμε. Εγώ είχα κανονίσει με την κοπελιά μου εδώ και 15 μέρες να πάμε διακοπές. Δεν ασχολούμαι με τέτοια πράγματα ρε μαλάκα. Αφού αράζουμε μια χαρά να πούμε στη Μύκονο με τις μπύρες μας, τους καφέδες μας, τη μουσική μας και ξέρεις τώρα...Ωραία φάση. Εξάλλου ποιον να ψηφίσω και γιατί; Εντάξει ο πατέρας μου θα ψηφίσει γιατί να πούμε το χρωστάει σε κάποιον που του έκανε μία χάρη. Και με πρήζει κι εμένα να πάω αλλά "Κάτσε ρε πατέρα", του λέω, "έχω κανονίσει να πάω με την κοπέλα Μύκονο να περάσω καλά, μην μου τα ζαλίζεις". Ε χαλαρά ρε φίλε ξέρεις τώρα. You know. Εσύ τί θα κάνεις; Θα ψηφίσεις;
Β: Κοίταξε φίλε. Όπως είχε πει και ο Λένιν "Αν οι εκλογές άλλαζαν κάτι θα ήταν παράνομες". Οι εκλογές είναι μία κρατική διαδικασία για την επιβεβαίωση της κρατικής εξουσίας. Το λάθος είναι να προσπαθήσεις να αντιδράσεις απέναντι στο κράτος μέσω αυτής της διαδικασίας. Η μόνη αντίδραση απέναντι στην εξουσία και στο κράτος γίνεται στους δρόμους. Καμία αλλαγή ή επανάσταση δεν έγινε με εκλογές. Τίποτα καλύτερο για την κοινωνία δεν προέκυψε από τις εκλογές. Ο εργάτης δουλεύει για το κράτος σαν δούλος και πληρώνεται με ψίχουλα και ο εργοδότης είναι όργανο της εκάστοτε εξουσίας. Ο Μαρξ, ο Μπακούνιν, ο Λένιν και ο Κροπότκιν είχαν κάνει...
Α: Πω ρε μαλάκα κοίτα τη γκόμενα πως κουνιέται...
Β: Ε; Όπως έλεγα λοιπόν, αυτοί και πολλοί άλλοι, είχαν κάνει τεράστιες αναλύσεις που με λίγα λόγια κατέληξαν διαλεκτικά ή μη, ότι η επανάσταση είναι ο μόνος δρόμος του λαού. Συνεπώς δεν πρόκειται να συμμετέχω σε μία διαδικασία όπου δεν πρόκειται να αλλάξει κάτι. Κι εξάλλου εγώ, εκτός από πορείες που συμμετέχω και βαράω μπάτσους και πετάω πέτρες και μπουκάλια, σαν καλλιτέχνης αντιδρώ δημιουργικά απέναντι στην κρατική καταστολή, καταπίεση και εκμετάλλευση με τα έργα μου.
Α: Ωραίος ρε μαλάκα. Να σου πω ρε μαλάκα επειδή βιάζομαι να βγάλω τα εισιτήρια ψήνεσαι να πούμε να πάμε για ένα καφεδάκι, να δούμε και κανένα μωρό, να πούμε και καμιά μαλακία να περάσει η ώρα. Ξέρεις τώρα. Χαλαρά.
Β: Ναι ρε φίλε.
Α: Οκ ρε. Τα λέμε.
Β: Τα λέμε.

Παρατηρήσεις:
Η γκόμενα ας θεωρηθεί κομπάρσος του σεναρίου, αν και όντως κουνιόταν πολύ.

Παρασκευή 29 Μαΐου 2009

Αιδοία και Είδωλα



Βαθιά πληγωμένα αιδοία

Λεφτά, μουνιά,
Να φάνε και οι πέτρες.
Πέτρες, φωτιά,
Να φάνε τα μουνιά.
Στήριγμα είναι οι πέτρες,
Λάμψη είναι η πυρκαγιά,
Τα μουνιά μόνα τους φλέγονται,
Δεν χρειάζονται φωτιά.
Δεν σας ζητήσαμε λεφτά,
Ένα πράγμα για μας μονάχα μένει:
Κάφτε μας σαν τα μουνιά
να λάμψει η Οικουμένη.



Είδωλο

Φως το πρωί
Καθαρό πνεύμα
Αναπνοή
Κλειστά μάτια
Ανοιχτή καρδιά
Ζωντανή ψυχή
Βλέμμα μπροστά
Μάτια παιδικά
Σε ευθεία γραμμή
Βλάσφημος πιστός
Κερδισμένα όλα χαμένα όλα
Τέλος και αρχή.

Παρασκευή 3 Απριλίου 2009

Χρονοτουμπες




Εμπειρίες που έμειναν στον χρόνο και μόνο εκεί. «Μου έχει λείψει η φωτιά» έλεγαν τα μάτια σου, σαν να σε κούρασε ο χρόνος. Σαν να γέρασες! Που πήγε η ενέργειά σου; Η αθωότητά σου; Η επίγνωση, η γνώση, ναι ξέρω, όλα αυτά... Αυτά τα «κοινωνικά, λογικά» αποφθέγματα που μετέτρεψαν όσα ζούμε σε χυδαίες αερολογίες με το περιποιημένο περιτύλιγμα της ηθικής ακολασίας! Η λογική, τα συναισθήματα, οι λέξεις! Ωχ μην με κουράζεις με αυτά! Άκουσε με για λίγο. Τί; Δεν μεγάλωσα ποτέ;

Πόσες φορές έπρεπε να κρυφτείς μέχρι να καταλάβεις τίς ικανότητές σου; «Γδύσου!» σου φώναζε κάποτε ο Μαρκήσιος που είχες μέσα σου! Απόλαυσε, πήδα, χοροπήδα. Οργίασε! Βγάλτα όλα! Πιάστο, μύρισέτο, νιώστο, γλείφτο φτύστο, βάλτο, βγάλτο! Και μια κραυγή στο τέλος μετά απο ένα σύντομο, ξεφρενο γαργαλητό! Ακόμα τα ίδια κάνω κι εγώ αλλά δεν καταλαβαίνω γιατί. Σκέφτομαι και εσένα μερικές φορές... Νομίζω ότι κουράστηκες. Μα τί περίεργο να κουράστηκες εσύ!

Κι ύστερα, αφού πειστήκαμε ότι μεγαλώσαμε, όλα τα παιχνίδια μας, τα μοναδικά που ήταν πραγματικά δικά μας, μετατράπηκαν σε κοινοτυπίες. Και τώρα ακούω φωνές να κραυγάζουν στα αυτιά μου! Και τώρα βλέπω πώς δεν μπορώ να ξεφύγω. Αυτό είναι το αδιέξοδο με ακούς; Εδώ μέσα που χωθήκαμε κανείς δεν θα ξεφύγει! Κι όποιος είναι έξω απ’το χορό πολλά τραγούδια λέει και στου κουφού την πόρτα όσο θέλεις βρόντα και τα τοιάυτα. Μην εξάπτεσαι. Είτε χορεύεις είτε όχι τα πόδια σου θα τα εξασκήσεις μέχρι εξάντλησης! Είτε ακούς είτε είσαι κουφός η πόρτα θα είναι εκεί κι αν θες άνοιξέ τη! Εμπρός στρατιά των αγεφύρωτων ονείρων! Εμπρός κυρίες με τα βρακάκια σας!

Που πήγαν τα παιχνίδια μου; Μαμά! Μαμά! Που πήγαν τα παιχνίδια μου είπα! Τα θέλω τώρα! Φέρε μου μια μπάλα να την κλοτσάω στον απέραντο γαλάζιο ουρανό, στους δρόμους, στα δάση οπουδήποτε. Δυνατά! Κι ας σπάσω και κανένα τζάμι... Μαμά μη με μαλώσεις! Το ξέρω δεν θα με μαλώσεις. Και να τρέχω, να πέφτω, να σπρώχνω! Μα γιατί κάποια παιδιά δεν με παίζουν; Αυτο το κοριτσάκι μου έδειξε το βρακάκι της κάποτε! Με έκανε να ντρέπομαι! Ακόμα με κάνει να ντρέπομαι! Όταν μου δείχνουν τα βρακάκια τους κοριτσάκια με κάνουν να κοκκινίζω! Δεν μπορώ να το συνηθίσω. Και μου λένε κάτι πράγματα... Χιχι αν τα ακούγατε θα γελάγατε μαζί μου.

Σεξ, βία, ειρήνη, πολιτική, επιστήμη. Τί είναι όλα αυτά; Αυτά είναι τα παιχνίδια μου; Μα δεν θυμάμαι να τα έλεγα ποτέ έτσι. Μαμά τί λένε αυτοί οι κύριοι; Μα δεν καταλαβαίνω. Δηλαδή να μην παίξω μπάλα; Εντάξει θα πηγαίνω σχολείο. Μα σήμερα μου πονάει η κοιλιά μου, μπορώ να μην πάω; Θα κάτσω φρόνιμος. Κάνω φασαρία μα δεν μπορώ να το ελένξω. Τη βλέπεις αυτή; Είναι συμμαθήτριά μου. Με φίλησε! Χιχι! Εντάξει δεν με φίλησε ακριβώς γιατί νόμιζα ότι θα με δάγκωνε και τρόμαξα. Από τότε φοβάμαι να την πλησιάσω. Ωραίο το φιλί πάντως! Αλλά δεν θέλω να με γεμίζουν σάλια! Θέλω να τρέξω! Εγώ θέλω τη μπάλα μου! Θα σπάσω τζάμια!

Τί περίεργη αυτή η γιαγιά. Και γιατί μου κάνει περίεργες γκριμάτσες; Μυρίζει περίεργα. Γιατί μου πειράζει τη μύτη και τα μαλλιά μου συνέχεια; Τόσος κόσμος και δεν με αφήνει να κοιμηθώ. Τί είναι αυτοί οι άνθρωποι; Τί κάνουν εδώ; Θα αρχίσω να φωνάζω. Και γιατί έρχονται από πάνω μου και με κοιτάνε και γελάνε και με πειράζουν; Μα δεν καταλαβαίνουν ότι πείνασα; Θα πιπιλίσω το δάχτυλο μου. Ωραίους ήχους βγάζουν αυτά τα πλαστικά πράγματα όταν τα χτυπάω. Τί είναι αυτό; Περίεργο. Βάζω τα χέρια μου μπροστά και δεν το βλέπω. Κι όταν βγάζω τα χέρια μου και το κοιτάω μου πονάνε τα μάτια. Το φως! Κλείστε το φως!

Τετάρτη 4 Μαρτίου 2009

Ο τοιχος



Μερικές φορές μου έρχεται να πάρω φόρα, να τρέξω και να πέσω στον τοίχο. Όσο πιο δυνατά πέσω πάνω του τόσο πιο δυνατά θα γελάω. Θεωρώ το γέλιο ιερό σκοπό. Μην με ρωτήσετε γιατί θα το κάνω, ήδη απάντησα. Απλά μου φαίνεται αστείο. Πάντα μου άρεσε να γελάω. Φοβάμαι βέβαια μήπως πονέσει ο τοίχος. Δεν είναι ότι είμαι ξεροκέφαλος. Απλά η αποφασιστικότητά μου αρκεί για να γκρεμίσει οτιδήποτε βρεθεί στον δρόμο της. Φόβος; Εντάξει, δεν μιλάω για εκείνο τον φόβο που σε κάνει να τρέμεις. Ίσως να είναι ανησυχία . Δεν θα τρομοκρατηθώ. Είμαι γενναίος. Τουλάχιστον έτσι θέλω να πιστεύω. Δεν είναι λίγο να πιστεύεις κάτι. Άλλοι πιστεύουν ότι είναι πουλιά. Εγώ πιστεύω ότι είμαι γενναίος. Ο τοίχος είναι άψυχος; Ακόμα καλύτερα. Δεν χρειάζεται λοιπόν να ανησυχώ ότι μπορεί να του κάνω κακό. Το πολύ πολύ να ραγίσει ή να του δημιουργήσω κανένα βαθούλωμα. Και τί έγινε; Τοίχος είναι, θα κολλήσω μια αφίσα από πάνω να μην φαίνεται. Αν είναι μεγάλη η ζημιά άντε να φέρω κανένα μάστορα να τον φτιάξει. Δεν θα τον αφήσω έτσι πάντως, θα τον φροντίσω. Πάντα, όταν πληγώνω κάτι προσπαθώ να το φροντίσω. Μπορεί να τον πληγώσω αλλά θα τον προσέξω αργότερα. Τί κι αν είμαι εγώ η αιτία που πληγώθηκε; Αφού θα τον περιποιηθώ αργότερα δεν χρειάζεται να απολογούμαι. Εξάλλου δεν μου αρέσουν οι απολογίες.
Σκέφτομαι ότι ίσως ο τοίχος με ξεγελάσει. Την στιγμή της σύγκρουσης, εκείνη την μοιραία, τελευταία στιγμή που το κρανίο μου θα έχει σχεδόν αγγίξει τον τοίχο. Εκεί που στο μυαλό μου θα εμφανιστεί η τελευταία εικόνα, που οι νευρώνες θα έχουν στείλει το τελευταίο τους σήμα. Τί σκέψεις να περάσουν άραγε εκείνη την στιγμή από το μυαλό μου; Θα προλάβει καμιά σκέψη να δημιουργηθεί στο μυαλό μου; Και το σημαντικότερο : οποιαδήποτε κι αν είναι αυτή η σκέψη που μπορεί να δημιουργήσουν τα εγκεφαλικά μου κύτταρα, θα προλάβω άραγε να την αντιληφθω; Τα μάτια μου δεν θα προλάβουν ούτε να ανοιγοκλείσουν. Αυτή η στιγμή είναι που με ανησυχεί. Τότε που όλα θα είναι ζήτημα χρόνου. Και όχι χρόνου μετρήσιμου σε μονάδες. Μιλάμε για κάτι λιγότερο από μερικές εκατοντάδες χιλιάδες χιλιοστά του δευτερολέπτου ίσως. Η καρδιά μου θα στέλνει αίμα στο υπόλοιπο σώμα με ρυθμούς αρδευτικής αντλίας πετρελαίου, το δέρμα μου θα φλέγεται, οι μυες σε όλο μου το σώμα θα βρίσκονται σε τέτοια ένταση που θα είναι έτοιμοι να σκάσουν! Ήδη φαντάζομαι, το στομάχι μου να έχει σφιχτεί, τις φλέβες μου να έχουν πεταχτεί στον λαιμό και στο κούτελό και να αναμένεται η σύγκρουση. Το ζήτημα για το οποίο μιλάω εδώ είναι πιο λεπτό από μία κλωστή. Με καταλαβαίνετε; Να ποιο είναι το άγχος μου για αυτή την μοιραία στιγμή : κι αν ο τοίχος εκείνη τη στιγμή εξαφανιστεί;
Τοίχος είναι, μπορεί να εξαφανιστεί. Το ότι αποτελείται από υλικό δεν σημαίνει κάτι. Και ο άνθρωπος από ύλη είναι φτιαγμένος αλλά κάποτε εξαφανίζεται. Προσέχτε όμως : εξαφανίζεται με την έννοια ότι το ανθρώπινο μάτι δεν τον αντιλαμβάνεται. Γιατί δεν εξαφανίζεται ακριβώς αλλά αυτομάτως ξαναγεννιέται. Μάλιστα : ξαναγεννιέται. Ένας μοναχός, συμπαθητικό παιδί, από αυτούς που δεν έχουν μαλλιά και κυκλοφορούν με πορτοκαλί κελεμπίες και σανδάλια, μου είχε πει ότι όταν πεθαίνουμε η ψυχή μας μπαίνει σε κάτι άλλο. Αν για παράδειγμα θάψουν κάποιον σε ένα δάσος, τα λουλούδια που βρίσκονται από πάνω του θα απορροφήσουν την ψυχή του. Το λουλούδι θα το φάει ένα ελάφι και μέσω της διαδικασίας της πέψης θα καταλήξει πάλι στο χώμα. Μην εξαπατάστε όμως. Το ελάφι μπορεί να το φάει κάποιο λιοντάρι. Κι έτσι ο κύκλος γίνεται ατελείωτος στην τροφική αλυσίδα. Κάπως έτσι μου τα είχε πει. Άρα συνεχίζουμε να ζούμε ακόμα κι όταν δεν έχουμε ύλη. Τουλάχιστον αυτο υποστήριξε ο μοναχός. Γι’αυτό σας λέω : αν, λέω, αν ο τοίχος αυτή, την όλο πάθος και διέγερση στιγμή, εξαφανιστεί;
Τότε θα πρέπει να είμαι έτοιμος για όλα και να δείξω χαρακτήρα. Νομίζω ότι τότε είναι που θα φανεί αν είμαι πραγματικά γενναίος. Μπορεί να ανοίξει καμιά τρύπα να με ρουφήξει. Και τότε θα πρέπει να αντιδράσω ενστικτωδώς. Τότε θα φανούν τα αντανακλαστικά μου. Ή θα πρέπει να πηδήξω και να πιαστώ από κάπου για να μην πέσω ή, στην χειρότερη περίπτωση που τα αντανακλαστικά μου με προδώσουν, θα πρέπει να αφεθώ στην μανία της τρύπας και να ακολουθήσω τους νόμους της βαρύτητας. Είμαι απαισιόδοξος σε αυτό το σημείο. Όχι ότι δεν εμπιστεύομαι τα αντανακλαστικά μου. Αντιθέτως, μπορώ να πιάσω μύγα απ τα φτερά χωρίς να το καταλάβει ούτε η ίδια. Αλλά αν εμφανιστεί η τρύπα σημαίνει ότι υπάρχει κάποιος λόγος που εμφανίστηκε. Δεν θα εμφανιστεί τυχαία, το ξέρω αυτό. Οι τρύπες υπάρχουν για να πέφτουμε μέσα. Και αν ο τοίχος θελήσει να με ξεγελάσει τότε κάτι μου λέει ότι είναι δεδομένο πως θα πέσω στην τρύπα. Ίσως αυτή η τρύπα να έχει μεγάλο βάθος. Η προσγείωση θα είναι δύσκολη. Έχω δυνατά γόνατα όμως... Κανένα πρόβλημα.