Τετάρτη 14 Δεκεμβρίου 2011

Οφθαλμόν αντί οφθαλμού




"Είναι ωραίο να είσαι Σκορπιός αυτό το καλοκαίρι", διάβασα στο πρώτο περιοδικό που έπιασα. Βρισκόμουν στην αίθουσα αναμονής. Επιτέλους, μία καλή είδηση. Είναι γεγονός πώς εμείς οι Σκορπιοί κάθε καλοκαίρι δεχόμαστε μαγνητικά κύματα της Σελήνης...ωχ πάλι τα ίδια. Νάνοι άρχισαν να περνούν από μπροστά μου τρέχοντας, γελώντας τσιριχτά. Ο τελευταίος νάνος, όπως πάντα, γύρισε το κεφάλι του προς εμένα, είπε "Μας μέτρησες; Χιχιχι" κι εξαφανίστηκε πίσω από έναν κύριο που προσπαθούσε να πιεί νερό από τον ψύκτη αλλα δεν φαινόταν να τα καταφέρνει και πολύ καλά. "Τα συναισθηματικά σας πάνε τέλεια". Εμένα μου λες. "Δώστε προσοχή στα οικονομικά σας κι αν συναντήσετε πουθενά κάποιον εφοριακό πείτε του με την ευγένεια που διακρίνει κάθε Σκορπιό, να πάει να γαμηθεί".

"Ο επόμενος παρακαλώ. Κύριος Σολωμός Σολωμών; Σολωμών Σολωμός; Σολορόφ Σόλωνος; Πανεπιστημίου Πατησίων γωνία; Ή όπως αλλιώς λέγεται τέλος πάντων, ας περάσει". Ένας κύριος γύρω στα 60, με τζιν, μπότες και ένα γάντι στο αριστερό χέρι σηκώθηκε την ίδια στιγμή που πήγα να σηκωθώ κι εγώ. "Μα δεν είναι δυνατόν υπάρχει κι άλλος με το ίδιο όνομα;", αναρωτήθηκα. Πήγαμε να μπούμε από την πόρτα αλλά δεν χωράγαμε και οι δύο μαζί. Φυσικό δεν είναι; Καμία πόρτα δεν χωράει δύο ανθρώπους μαζί, εκτός αν πρόκειται για την περίφημη τεράστια καγκελόπορτα του παραδείσου.

- Με συγχωρείτε αλλά πρέπει να δω τον γιατρό.
- Μα κι εγώ πρέπει να τον δω.
- Ναι αλλά εγώ έχω κλείσει ραντεβού.
- Κι εγώ έχω κλείσει ραντεβού.
- Και πώς σας λένε αν δεν γίνομαι διακριτικός;
- Πανεπιστημίου Πατησίων Γωνίας.
- Μα τί μου λέτε εκεί έμενε η νονά του αδερφού μου.
- Πολύς κόσμος μένει εκεί.
- Μα για δείτε. Μόλις πέρασε από πίσω σας ένας πτεροδάκτυλος.

Και έτσι κατάφερα να μπω στο γραφείο, κλείνοντας γρήγορα την πίσω πόρτα μου. Την πόρτα πίσω μου εννοώ. Όταν αυτοσχεδιάζω πάντα πετυχαίνω. Το έγραφε και ο Καζαμίας : Αν δείτε στον ύπνο σας ομελέτες να χορεύουν σάμπα ή σουίνγκ, μία μεγάλη ιδέα θα σας κυριεύσει ανοίγοντας τον δρόμο για νέες επιτυχίες.

"Παρακαλώ καθίστε", μου είπε ο γιατρός τραβώντας με προσοχή τις τρίχες από το στήθος του. Κάθισα και κοίταξα τον άντρα με τα γυαλία και την φαλάκρα. Περιμένα να μιλήσει. Κάτι ψιθύριζε κοιτώντας το στήθος του αλλά δεν μπορούσα να ακούσω. Πήρα την πρωτοβουλία και ξεκίνησα να μιλάω.

"Κοιτάχτε γιατρέ, είμαι προληπτικός. Κι αυτό δεν είναι πρόβλημα για μένα αλλά για τους γύρω μου. Ό,τι βγαίνει στον καφέ είναι αλήθεια και αποδεικνύεται πάντα ότι είναι αλήθεια οπότε δεν έχω κανένα πρόβλημα. Απλά μάλλον οι άνθρωποι που συναναστρέφομαι δεν μπορούν να αποδεχτούν ότι ζω τόσο εναρμονισμένα και συγχρονισμένα με την μοίρα. Εντάξει, μην φανταστείτε ότι είμαι προληπτικός σε υπερβολικό βαθμό. Όταν μία θεία μου μού έριξε τα ταρώ και αποκαλύφθηκε η ξανθιά, που ήξερε τη μελαχρινή και η οποία ύστερα από τηλεφώνημα έκπληξη θα ενημέρωνε την ξανθιά να της πει ότι εγώ ξέρω ότι την ξέρει, τότε ήταν που έπρεπε να λάβω μέτρα. Κατ αρχήν για να γίνω σαφής : με την μελαχρινή δεν έχω κάνει τίποτα. Προς Θεού. Η ξανθιά είναι Τοξότης με ωροσκόπο Ταύρο και εξάλλου μιλάμε για μία χρονιά που η ευθυγράμμιση του Ωρίωνα με τα νησιά Φερόες καθιστά εφικτή μία σοβαρή ερωτική σχέση. Άρα..."
"Μάλιστα μάλιστα. Κοιμάστε καλά τα βράδια κύριε...;"
"Σόλων Όλον"
"Κύριε Σόλων λοιπόν, πώς κοιμάστε τα βράδια; Υπάρχει κάποιο όνειρο που σας έκανε εντύπωση και πιστεύετε ότι αξίζει να αναφερθεί; Έχετε κοιμηθεί ποτέ στην κρεβατοκάμαρα και να ξυπνήσετε στο χαλάκι της εξώπορτας; Ποια είναι η γνώμη σας για τον ρόλο του υποσυνείδητου στον υπαρξιακό κόσμο αλληλοταύτισης των μετουσιώσεων εντός εκτός κι επί τα αυτά πάραυτα και εκ των έσω;", είπε ο γιατρός χωρίς να έχει σηκώσει το κεφάλι του. Φαινόταν σαν να μιλάει σε κάποιον κάτω από το γραφείο του.

"Γιατρέ, το πρόβλημα που αντιμετωπίζω είναι τα οράματα. Τα βλέπω σε ακαθόριστες μέρες και ώρες. Είχα πει στη γυναίκα μου για ένα όραμα που είχα δει και αυτή με έδιωξε από το σπίτι. Είδα που λέτε, όχι εσείς, φράση είναι, το καταλάβατε έτσι; Είδα που λέω, ένα όραμα, το πρωί πίνοντας τον καφέ μου στη βεράντα, λίγα λεπτά πριν φύγω για τη δουλειά. Εμφανίστηκε δίπλα μου ο Εωσφόρος, με ένα κουβά γεμάτο κορν φλέικς και γάλα. Αρχικά δεν έδωσα σημασία γιατί από το τρίξιμο των δοντιών που μασούλαγε πίστεψα ότι ήταν η γυναίκα μου που κάθεται συχνά και παίρνουμε πρωινό μαζί. Μετά άκουσα την σατανική φωνή που μου είπε "Πετάξου φέρε μου ένα ποτήρι νερό κι ένα Μάλμπορο.". Γύρισα και τί να δω; Μα τί άλλο; Τον Εωσφόρο. Ξέρετε είμαι Βραχμάνος τατοϊστής εκ πεποιθήσεως και..."
Σαν να ξύπνησε ξαφνικά ο γιατρός πετάχτηκε όρθιος, όρθωσε το ένα χέρι ψηλά προς το ταβάνι και είπε τα παρακάτω λόγια:
"Κύριε Σόλων ακούστε. Δεν μας ενδιαφέρει το ποιόν σας. Δεν μας ενδιαφέρουν τα πιστεύω σας. Δεν μας ενδιαφέρει ο άλλος σας εαυτός, αν με αντιλαμβάνεστε. Εδώ δεν είμαστε τίποτα μέντιουμ. Δεν μας ενδιαφέρουν οι προλήψεις, προκαταλήψεις, παραλήψεις, ελλείψεις ή καταλήψεις. Δεν μας ενδιαφέρει οτιδήποτε έχει σχέση με εσάς. Εκτός από ένα πράγμα : τα μάτια σας. Τα μάτια σας, λέω, και τίποτ άλλο! Παρατηρήστε το στόμα μου όταν αρθρώνει τη λέξη "μάτια". Το είδατε; Απλό δεν είναι; Μα και τια τί μας κάνει; Μάτια, μάλιστα. Σας παρακαλώ, καθίστε σε αυτή την καρέκλα", και έδειξε στο σημείο που έπρεπε να βρίσκεται μία καρέκλα. Στην ιστορία μας όμως καρέκλα δεν υπήρχε εκεί που έδειχνε ο γιατρός, αλλά λίγο πιο δίπλα.

"Λοιπόν. Κύριε Σόλων. Χμμμ...κάποτε, στο σχολείο, περίπου εικοσι χρόνια πριν, είχα έναν φίλο που τον έλεγαν Σόλων. Περίεργο έτσι; Παίζαμε και μπάσκετ μαζί. Το κωλόπαιδο πάντα με νικούσε. Ούτε μία ισοπαλία δεν είχα πάρει. Κάθε φορά που παίζαμε γύρναγα σπίτι κλαίγοντας και η μαμά μου με καθησύχαζε ότι εγώ έχω μυαλό και θα γίνω επιστήμονας ενώ αυτός θα πιάσει δουλειά στην δίπλα οικοδομή. Εγώ όμως παραπονιόμουν ότι είχε πολύ καλό σουτ. Και ήταν πιο ψηλός από μένα και δυνατός. Τα κορίτσια στο σχολείο τον ερωτευόντουσαν, έπαιρνε το αμάξι του πατέρα του και πήγαινε βόλτες και έπαιζε και μπιλιάρδο στα μπαρ τα βράδια. Μα τί λέω. Εδώ έχουμε δουλειά κύριε μου! Ασκούμε έργο! Δεν μπορεί να ασχολούμαστε με αλήτες! Δεν μπορεί λέω! Περασμένα ξεχασμένα! Τέλος. Τέλος είπα!", είπε ο γιατρός εκνευρισμένος.
"Σοφία! Σοφία! Νερό!", φώναξε προς το διπλανό γραφείο της γραμματέας του.
Ξερόβηξε λίγο, πήρε μία βαθιά ανάσα, σκούπισε τον ιδρώτα από το μέτωπο και συνέχισε να μιλάει.

"Μετά από την εξέταση μπορώ να σας πω με βεβαιότητα ότι η κατάσταση των οφθαλμών σας είναι πολύ καλή κύριε Σόλων. Δεν έχετε ούτε μυωπία ούτε πρεσβυωπία, διακρίνετε τα χρώματα κανονικά και μπορείτε να φύγετε. 248 ευρώ, ευχαριστώ, γεια σας, επόμενος."
"Μα γιατρέ σας είπα ότι βλέπω οράματα δεν είναι δυνατόν να είμαι καλά. Κι εξάλλου οι νάνοι περνούν τόσο γρήγορα από μπροστά μου που δεν προλαβαίνω να τους μετρήσω. Αν λοιπόν υπονοείτε ότι είμαι αργόστροφος τότε να προσέχετε πώς μου μιλάτε γιατί..."
"Κοιτάχτε κύριε Σόλων. Τα οράματα που βλέπετε δεν έχουν να κάνουν με πρόβλημα των οφθαλμών σας. Τα οράματά σας οφείλονται σε εσφαλμένα σήματα που στέλνει το οφθαλμολογικό εγκεφαλικό κέντρο, τα οποία σήματα οφείλονται προφανώς σε κάποιο νευρολογικό, ψυχολογικό ή το συνδυασμό και των δύο, πρόβλημα. Συνεπώς, αν θέλετε να μου αδειάσετε τη γωνιά θα σας ήμουν ευγνώμων", είπε ο γιατρός και έκανε κινήσεις με το χέρι του δείχνωντας προς την πόρτα.
"Εντάξει λοιπόν. Θα φύγω. Αλλά πριν φύγω θα σας πω το εξής : εγώ είμαι ο Σόλων που σας νίκαγε στο μπάσκετ! Χαχα κορόιδο!", είπα και έφυγα τρέχοντας από το ιατρείο. Ακούστηκε ένα "Τιιιιι!", ένα μπαμ και ένα κρακ και αμέσως μία γυναικεία φωνή "Ένα γιατρό γρήγορα ένα γιατρό!".

Και κάπου εδώ τελειώνει το επεισόδιο. Για όσους αναρωτιούνται ακόμα τί έγινε στο τέλος, ο Σόλων επιστρέφει στην φυσιολογική ζωή του παρέα με τους νάνους και ο κύριος οφθαλμίατρος περιφέρεται στους διαδρόμους κάποιου ψυχιατρείου προκαλώντας τους συγκάτοικούς του για έναν αγώνα μπάσκετ.

Πέμπτη 9 Ιουνίου 2011

Ντέρτι Χάρης




Το όνομά του : Χάρης Πενιχρός. Χόμπι του η κωπηλασία. Μεγάλωσε σε ένα μικρό νησί. Στο σχολείο ήταν από τα παιδιά που την ώρα της γυμναστικής άλλαζε, έβαζε φόρμα και μετά φόραγε πουκάμισο χαβάη και κολώνια Αλάνι στην μασχάλη. Δεν μίλαγε πολύ και όταν το έκανε έλεγε για το σκορ του χθεσινού αγώνα, για την κόκκινη κάρτα που αν το ξανάβλεπες σε αργή κίνηση δεν ήταν φάουλ, για το μηχανάκι του και για τον καινούργιο δίσκο του Μιχάλη Κιεγιναδιάσημου. Όμορφο χαμόγελο, μάτια στο χρώμα του ωκεανού. Τρελό αγόρι.

Οικογένεια, υπόδειγμα ήθους και ανατροφής. Πατέρας γιατρός, μητέρα γιατρός, γιαγιά γιατρός, παππούς νταβατζής. Γενετικό σφάλμα θα μπορούσε να πει κάποιος. Μοίρα θα το έλεγαν άλλοι. Η αλήθεια βρίσκεται κάπου στη μέση. Όποιος κι αν ήταν ο λόγος, ο Χάρης ήταν καταδικασμένος. Ο παππούς κάποτε του είχε πει : "Χάρη...", έκανε μία παύση μικρή για να έχει αγωνία ο πρωταγωνιστής. "...όλες είναι πουτάνες". Κι αυτό ήταν κάτι που το αθώο παιδικό του μυαλό δεν μπόρεσε ποτέ να αποβάλλει. Ποιος μπορεί να αρνηθεί ότι η εξέλιξή της ζωής του δεν επηρεάστηκε από τυχαία και φαινομενικά μικρά συμβάντα;

"Συνδεόμαστε με τον Χάρη Πενιχρό, ο οποίος βρίσκεται στο Μέγαρο Μαξύνεμου. Χάρη..."
"Καλημέρα Φόλα, καλημέρα κυρίες και κύριοι. Βρίσκομαστε στο Μέγαρο Μαξύνεμου, όπου ο πρωθυπουργός θα εξαγγείλει κάτι καταπληκτικό. Κάτι που σίγουρα θα φέρει ρίγη ανατριχίλας στο ανυποψίαστο κοινό. Αυτό που όλοι περιμέναμε. Μία δήλωση σμιλεμένη από την καρδιά ενός ευαίσθητου ανθρώπου. Στηθείτε μπροστά απ τις οθόνες σας, φάτε πατατάκια, πιείτε τον καφέ σας και απολαύστε αυτό το γλυκό πρόσωπο", είπε ο Χάρης.
Στην οθόνη φάνηκε ο πρωθυπουργός αγχωμένος, να κοιτάζει γύρω γύρω σαν να έχασε κάτι.
"Είμαστε έτοιμοι;"
Ακούγονται κάτι ψίθυροι : "Ρε μαλάκα πατάς το καλώδιο"
"Τί;"
"Το καλώδιο ρε μαλάκα, το καλώδιο"
"Έτοιμοι!"
Εμφανίστηκε το πρόσωπο του πρωθυπουργού που οι βλεφαρίδες του είχαν τονιστεί με το κατάλληλο μακιγιάζ ενώ λίγο ρουζ έκανε τα μάγουλά του να φαίνονται σαν μάγουλα μωρού.
"Κυρίες και κύριοι, συμπολίτες και συμπολίτισσες, σε μία τόσο κρίσιμη καμπή στην ιστορία της χώρας μας, ο λαός πρέπει να φανεί ισάξιος των προγόνων του, να σηκώσει ψηλά το χέρι και να πει περήφανα : ναι εγώ θα στηρίξω το σύστημα που τόσο με αγαπάει και με σέβεται. Γιατί, αν όχι το κράτος, τότε ποιος σας σκέφτεται; Ποιος σας δίνει δουλειά; Ποιός σας δίνει οικογένεια; Ποιος, πάνω απ' όλα, σας έχει δώσει ελπίδα ακόμα και τέτοιες δύσκολες στιγμές που διανύουμε; Ποιος σας δίνει ζωή; Τί θα κάνει η καμαριέρα που έμεινε έγκυος από το παντρεμένο αφεντικό; Πώς θα αντιδράσει η γυναίκα, μητέρα δύο γλυκύτατων μωρών, πρώην φυλακισμένη λόγω δολοφονίας του εραστή της και υποστηρίκτρια του Φρόυντ, όπως η ίδια παραδέχεται; Όλα αυτά και άλλα πολλά θα τα..."
"Κύριε πρωθυπουργέ διαβάζετε λάθος χαρτί", πετάχτηκε ο πανέξυπνος μπράβος που κατάλαβε ότι κάτι δεν πάει καλά με τα λεγόμενα του άχρηστου αφεντικού του.
Το κοινό από κάτω άρχισε να φωνάζει ρυθμικά συνθήματα για το κόμμα, τον πρωθυπουργό, την μάνα του μπράβου και άλλα όμορφα πράγματα που αναδεικνύουν την αξία τόσων εκατοντάδων χρόνων πολιτισμού.
"Ευχαριστούμε Χάρη για την τεράστια μπούρδα που ονομάζεις ρεπορτάζ, κάτι που αξίζει λίγο λιγότερο από ένα κουβά γεμάτο σκατά σκύλου με ευκοίλια.Αν νομίζεις ότι αυτό θα αλλάξει κάτι στον μισθό σου τότε (δεν) λυπάμαι που το λέω αλλά είσαι ηλίθιος. Κυρίες και κύριοι, η επόμενη είδηση που πουλάει σήμερα έχει να κάνει..."

"Μπάσταρδοι θα μου το πληρώσετε", σκέφτηκε ο Χάρης. Τόσα χρόνια στο κανάλι ήταν ο άνθρωπος της αγγαρείας. Ένας περίγελος, ένας κλόουν, ένα παράδειγμα προς αποφυγή. Ούτε μία αύξηση στον μισθό, ούτε μία προαγωγή, τίποτα, ένα μηδενικό. Οι συνάδελφοι όταν περνούσε από δίπλα τους, τον έδειχναν και γελούσαν. Ο διευθυντής του καναλιού τον μούτζωνε πίσω από την πλάτη του. Ως εδώ όμως. Τέρμα το γλύψιμο βρώμικων κώλων. Τέρμα στον συμβιβασμό. Τέρμα στην ειρηνική αντιμετώπιση της κοινωνικής σαπίλας. Τέρμα στον καθωπρεπισμό, τον δηθενισμό, τέρμα στον καταληξησεϊσμό. Δοκάρι στα αφεντικά και γκολ στην αναρχία. Ζουμ στον Χάρη με το βλέμμα Ράμπο-σε-οργασμό. Όπως λέει μία πανέξυπνη παροιμία του Τέξας σίτι : "Όπλο στην τσέπη, δάχτυλο στη σκανδάλη". Άνοιξε το συρτάρι. Έβγαλε από μέσα ένα μάγκνουμ, δύο χειροβομβίδες, ένα μαχαίρι (του παππού του όταν ήταν στο Βιετνάμ για διακοπές), ένα μπαζούκας, δύο κουραμπιέδες (από τα χεράκια της μανούλας του), ένα ζευγάρι χειροπέδες, ένα σωληνάριο βαζελίνης και ένα τριαντάφυλλο, του παππού του κι αυτό από τότε που ήταν χίπις. Ο Χάρης γύρισε στην κάμερα, χαμογέλασε και είπε "Και όλα αυτά μέσα σε ένα μόνο μικρό συρτάρι". Τρελό αγόρι.

Έφαγε τους χαλασμένους κουραμπιέδες. Ούτε το ίδιο το συρτάρι δεν ήξερε πόσους μήνες ήταν αποθηκευμένοι εκεί μέσα. Φόρεσε τις αγαπημένες του παντόφλες με την μουσούδα του Ροζ Πάνθηρα και βγήκε στον δρόμο. Οι περαστικοί τον κοίταζαν λες και φόραγε μόνο εσώρουχα. Σωστά : είχε βγει μόνο με τα εσώρουχα. Στον δρόμο μία γιαγιά του έκλεισε το μάτι. Ο Χάρης την πλησίασε και της είπε "Κι αυτό...είναι μόνο η αρχή" και φίλησε τη γιαγιά στο μέτωπο. Συνέχισε. Ύστερα ένας μαύρος του έκλεισε το μάτι. Τον πλησίασε και του είπε "شرحات لحم ضأني بعظمه". Μπήκε στο κτίριο που στέγαζε όλα τα καθάρματα του καναλιού ΠΙΠΑ 5. Αυτή την ώρα ξεκινούσε το βραδινό δελτίο ειδήσεων.

Στο στούντιο η Φόλα μόλις είδε τον Χάρη αιφνιδιάστηκε προς στιγμή αλλά μετά χαμογέλασε ειρωνικά. Ο Χάρης έμεινε ακίνητος κοιτάζοντας ψύχραιμος την παρουσίαση των ειδήσεων. Περπάτησε αργά και στάθερά, μπήκε στο πλάνο. Ο καμεράνθρωπος και το προσωπικό του έκαναν νοήματα με τα χέρια, με τα πόδια, με μικρόφωνα, με καπνούς, με ό,τι είχαν στη διάθεσή τους, να φύγει από το πλάνο. Η Φόλα σταμάτησε και κοίταξε τον Χάρη. Το βλέμμα της την πρόδωσε : κάτι δεν πήγαινε καλά. Κοίταξε τον φακό. Ήταν έτοιμη να σηκωθεί και να αρχίσει να τρέχει. Με ένα ακροβατικό, επιδέξιο σάλτο ο Χάρης βρέθηκε πάνω στον πάγκο. Κατέβασε το μποξεράκι με τον Μίκυ και την Μίνι και γονάτισε πάνω από τα χαρτιά που διαθέτει κάθε παρουσιαστής ειδήσεων που σέβεται τον εαυτό του. Ήταν η κρίσιμη στιγμή. Οι κουραμπιέδες δεν τον πρόδωσαν. Σφίχτηκε, γύρισε το κεφάλι του προς την κάμερα, το αναψοκοκκινισμένο πρόσωπό του συσπάστηκε και αμέσως μετά ένα χαμόγελο γαλήνης έκανε την εμφάνισή του. Αφόδευσε ό,τι είχε φάει το τελευταίο 24ωρο. Όλοι μέσα στο στούντιο είχαν κοκκαλώσει. Κανείς δεν τόλμησε να πει ή να κάνει ή έστω να έκφράσει οτιδήποτε. Η Φόλα μόνο μπροστά σε αυτό το αποκρουστικό θέαμα δεν άντεξε και άρχισε να κλαίει με λυγμούς. "Μα...λυγμ...πώς...λυγμ...μπόρεσες...". Ο Χάρης με άλλο ένα σάλτο βρέθηκε όρθιος δίπλα απ την Φόλα. Της χαϊδεψε το κεφάλι με κατανόηση "Αγάπη μου, όλα είναι θέμα διατροφής, ανατροφής και θάρρους". Και έφυγε.

Αντίο Χάρη, θα μας λείψεις.

Παρασκευή 20 Μαΐου 2011



Απροσδόκητα αληθινό

Στις φλέβες μου κυλάει αίμα
Στις φλέβες μου κυλάει οργή
Στο πέος μου κυλάει σπέρμα
Στο πέος μου κυλάει κατι με λήγουσα το "γη".

Μην είναι η ποίηση το κάστρο για ένα ψέμα;
Μην είναι η ποίηση μία βλακεία και μισή;
Κι αν της ποίησης δεν της αξίζει ούτε βλέμμα
Τότε γιατί να μην την λέγαμε κάτι με λήγουσα το "ση";

Αχ ο ρομαντισμός μου έχει φάει τη ζωή
Αχ δεν είναι ρομαντικό να μου έχει φάει ο ρομαντισμός τη ζωή,
Και σαν βιάζω το μυαλό σου με στροργή
Να νιώθεις κι εσύ σαν κάτι με λήγουσα το "γη";





Χωριάτικο

Στου χωριού μου τον καυγά
Σφάξαμε έναν κοκορά.
Και τον φάγαμε ωμό
Γαμώ την τύχη μου γαμώ.

[Αφιερωμένο στα παιδιά των πόλεων]

Τετάρτη 27 Απριλίου 2011

Οι καλοί λογαριασμοί κάνουν τους κάλους φίλους





Ήταν ανήμερα Τετάρτης ημέρα Κυριακή. Κάποιοι πάνε εκκλησία. Εγώ έπρεπε να πάρω γάλα και μπισκότα για την σαύρα μου τον Μπάσταρδο. Δεν πρόλαβα να βγω από την πόρτα και δύο χέρια με άρπαξαν από τον λαιμό. Έβγαλα μία κραυγή σαν αδερφάρα που τη βιάζουν (δεν έχω πρόβλημα με τους γκέι αλλά αυτή είναι η αλήθεια) και πετάχτηκε μπροστά μου ο διαχειριστής της πολυκατοικίας. Έβλεπα την απειλή να πλησιάζει. Λύγισε τα πόδια και άρχισε να στριφογυρνάει τα χέρια του κυκλικά φωνάζοντας "Επίθεση του Τίγρη". Τελικά οι φήμες ότι ήξερε κουνγκ-φου ήταν αληθινές. Όπως επίσης ήταν αλήθεια ότι ήξερα την "Άμυνα της Μαϊμούς". Έβγαλα αμέσως την κορδέλα και την έδεσα στο κεφάλι όπως κάνουν οι μάστερς. Μου είπε ότι αν δεν πληρώσω τα κοινόχρηστα θα πει σε όλους τους ένοικους ότι όταν κάνω μπάνιο τραγουδάω το "Βρέχει άντρες αλληλούια". Του απάντησα ότι αν το κάνει αυτό τότε θα αναγκαστώ να οργανώσω στην ταράτσα δημόσια, δωρεάν προβολή με όλες τις μικρού μήκους ταινίες που έχει γράψει με τη γυναίκα του και τον ιερέα της διπλανής εκκλησίας. Είπε ότι όλα αυτά είναι συκοφαντίες και άρχισε να τρέχει με τα χέρια ψηλά βγάζοντας άναρθρες κραυγές σαν τον Ταρζάν. Πραγματικά συγκλονιστικό.

Έδωσα πενήντα λεπτά στον Διομήδη να πάρει τυρόπιτα, δηλαδή ηρωίνη, και προχώρησα ακάθεκτος προς τον προορισμό μου. Κάτι μου έλεγε ότι η σημερινή μέρα θα είχε απίστευτες συγκινήσεις που ούτε σε διαφημίσεις σερβιέτας με φτερά και πούπουλα μπορεί να ζήσει κάποιος. Το ένστικτο του κτήνους που διαθέτω απέδειξε ότι είχε δίκιο ο γιατρός που με ξεγέννησε όταν είπε "Ναι, είναι αγόρι". Και όντως αυτή η πρόταση δεν έχει κανένα νόημα. Ακούγεται όμως τόσο εντυπωσιακή και ωραία. Μπήκα στο κατάστημα με τα είδη τροφής για σαύρες. Πήγα στο ταμείο. Κοίταξα τον υπάλληλο στα μάτια. Έβαλε το μεσαίο δάχτυλο στο δεξί ρουθούνι του κι εγώ ακούμπησα τον δείκτη μου στο κούτελό του. Το στόμα του άνοιξε και ξεπρόβαλλε η γλώσσα. Την έπιασα και την τράβηξα προς τα έξω. Από πίσω του άνοιξε η μυστική καταπακτή. "Μα καλά σήμερα βρήκες να φας σκόρδο;", του είπα και πέρασα την μυστική πόρτα με την αηδία ζωγραφισμένη, σε ύφος κυβισμού και λίγο σουρεάλ, στο πρόσωπό μου.

Κατέβηκα τις κυκλικές σκάλες. Έδειξα την ειδική κάρτα στον θυρωρό και μου άνοιξε την τεράστια ξύλινη πόρτα με το επιχρυσωμένο χερούλι. Σκόνταψα στο στόμα ενός ανθρώπου που είχε την ατυχία να βρεθεί μπροστά σε πολικές αρκούδες με ευαισθησία και γούστο στα ανθρώπινα, τριχωτά χαλιά. Προχώρησα προς το γραφείο. Στο ΑΡΧηγείο ΕΙΔΗμόνων (ΑΡΧ.ΕΙΔΗ.) με περίμενε το Αρχίδι, που κανονικά είναι ΑΡΧ.ΕΙΔΗ. (ΑΡΧηγός ΕΙΔΗμόνων) αλλά προφορικά ακούγεται το ίδιο κι εξάλλου μιλάμε για άνθρωπο που του ταιριάζει. Μου έδειξε την καρέκλα και έκατσα. "Πούρο;" με ρώτησε. "Όχι ντόπιος είμαι" του απάντησα. Το αρχηγείο ειδημόνων είναι η βάση των ειδικών : αυτών που κουνούν τα νήματα. Οτιδήποτε έχει σχέση με πολιτική, τζόγο, εξουσία, όπλα και χρήμα, ελέγχεται από το ΑΡΧ.ΕΙΔΗ. Αλλά εγώ έρχομαι μόνο για να πάρω μπισκότα για τον Μπάσταρδο. Το Αρχίδι είναι φίλος από τον στρατό. Ο Πατέρας, το μεγαλύτερο αρχίδι της οικογενείας, του έδωσε το χρίσμα να αναλάβει την διοίκηση της επιχείρησης. Φήμες λένε ότι θα έπρεπε να είναι άλλος στην θέση του. Ήταν λίγες στιγμές πριν πεθάνει ο Πατέρας από εγκεφαλικό όταν φώναξε στον γιο του "Θα πάρεις τ' αρχ..." και έπεσε ξερός. Ήθελε λοιπόν να παραδώσει στον γιο του την ΑΡΧηγεία ΕΙΔΗμόνων ή τους όρχεις του; Κανείς δεν ξέρει και τα τελευταία πειράματα για ανάσταση νεκρών απέτυχαν, οπότε κανείς δεν θα μάθει.

"Ήρθα για τα μπισκότα", είπα στο όργανο. "Έχω να σου κάνω ένα δώρο. Σε λίγες ώρες παίζει Παραγουάη - Ελλάδα, ένα φιλικό παιχνίδι", είπε σαν να μην με άκουσε. "Ναι αλλά εγώ ήρθα για τα μπισκότα". "Ο διαιτητής του αγώνα είναι δικός μου άνθρωπος. Τον δωροδόκησα με δύο κιλά γραβιέρα, δύο σάντουιτς ένα με γαλοπούλα και ένα με ζαμπόν, και έναν κινέζο κηπουρό για τις μοναχικές νύχτες. Θα σφυρίξει το παιχνίδι υπέρ της Ελλάδας." Άρχισα να σκαλίζω τη μύτη μου. Κάθε μέρα διαπιστώνω ότι το ανθρώπινο ρουθούνι διαθέτει απίστευτα μέρη όπου μία μύξα μπορεί να κολλήσει. Όσο πιο δυσπρόσιτη η κρυψώνα τόσο μεγαλύτερη η ηδονή όταν την βρίσκει το νύχι που αναλαμβάνει τις βρώμικες δουλειές. Θυμήθηκα ότι πλησίαζε η ώρα που ξεκίναγε η εκπομπή "Σαν το σπέρμα της ακρίδας" και άρχισα να χάνω την υπομονή μου. "Τα μπισκότα θέλω και γρήγορα". "Αν θέλεις λοιπόν να βγάλεις λεφτά εύκολα παίξε να κερδίσει η Ελλάδα. Δίνει καλή απόδοση. Αυτό είναι το δώρο μου από μένα για σένα". Πίστεψα ότι τα μπισκότα δεν θα τα πάρω ποτέ, την εκπομπή θα την χάσω και ποιος ακούει την γκρίνια του Μπάσταρδου. "Α παρολίγο να ξεχάσω τα μπισκότα σου", είπε και έβγαλε από το συρτάρι το μεταλλικό κουτί. Ύστερα έβγαλε και τις ωτοασπίδες από τα αυτιά του. "Συγγνώμη αλλά με ενοχλεί ο θόρυβος. Μήπως είπες τίποτα;". Ακούστηκαν τα ψεύτικα γέλια που περιλαμβάνει κάθε κωμική σειρά ώστε να γελάει ο θεατής με το ζόρι και η σκηνή τέλειωσε. Ο σκηνοθέτης άφησε μία πορδή, η κλασική καρέκλα-παραλίας-σκηνοθέτη σκίστηκε και αυτή τη φορά ακούστηκαν αληθινά γέλια από όλο το προσωπικό. "Τι γελάτε ρε άχρηστοι υποκριτές; Απολύεστε".

Ο αγώνας ξεκίνησε. "Όλα τα έσοδα από τα εισιτήρια θα ξοδευτούν σε λουκανικόπιτες, μπουγάτσες και πεϊνιρλί της αρέσκειας των παμφάγων ζωοειδών που την είδαν κουβαρντάδες και το παίζουν φιλάνθρωποι βάζοντας τα χρήματα από τη μία τσέπη στην άλλη". Έπρεπε να πειστώ ότι είχα αγωνία για την έκβαση του αγώνα και ότι δεν γνώριζα το αποτέλεσμα εκ των προτέρων. Αλλιώς δεν είχε νόημα να παραγγείλω πίτσες, μπύρες και τον μαύρο να μου κάνει μασάζ. Τα πάντα πρέπει να γίνονται με στυλ. Αν και μέσα σου υπάρχει πάντα η αμφιβολία, καθώς ο νόμος "Αν μπορεί να πάει κάτι στραβά θα πάει" δεν γράφτηκε τυχαία. Από την άλλη, αν δεν μπορεί να πάει κάτι στραβά, θα πάει. Άρχισα λοιπόν να μασάω τα νύχια μου και να τα φτύνω στο ειδικό καλάθι για νύχια που μου πήρε η κοπέλα μου, παρόλο που της είχα πει ότι προτιμούσα τις ειδικές ανδρικές ζαρτιέρες για το καλοκαίρι.

Το ημίχρονο έληξε 3-3. Το δεύτερο ημίχρονο κυλούσε ομαλά και χωρίς άγχος καθώς η Ελλάδα προηγήθηκε με δύο γκολ που έβαλε ο Αμντουλ-Αχμετ Τζιμπάσα κάνοντας το σκορ 5-3 και τον Αχμετ χαρούμενο που η Αφρική είχε γεμίσει Ειτζ κι αυτός έπαιζε ποδόσφαιρο. Όμως το ματς δεν είχε τελειώσει. Το σκορ έγινε σύντομα 5-5. Ξεκίνησα να μασάω και τα νύχια των ποδιών αφού από τα χέρια δεν είχε μείνει τίποτα. Μετά άρχισα να μασάω και την ουρά της σαύρας. Στις καθυστερήσεις έγινε το θαύμα. Ο διαιτητής σφύριξε πέναλτυ σε ένα φάουλ 3 μέτρα έξω από την μεγάλη περιοχή. Η σύνδεση ήχου με τον εκφωνητή διακόπηκε και μπορούσα να διακρίνω το χαμόγελο του διαιτητή που στο μυαλό του σίγουρα εκείνη την ώρα έκαναν πάρτι οι νευροδιαβιβαστές και οι νευρώνες με τα δύο σάντουιτς που θα έτρωγε μόλις πήγαινε σπίτι και τον όμορφο κινέζο. Γύρισα πίσω μου και κοίταξα την εικόνα της Παναγίας της Οξαποδώτισας. Της έκλεισα το μάτι, της έστειλα ένα φιλί και ετοιμάστηκα να πανηγυρίσω την νίκη της ομαδάρας. Από το μυαλό μου περνούσαν εικόνες εξωτικές. Να βγαίνω από τη λιμουζίνα, να με χειροκροτάει κόσμος που δεν τον ξέρω, αυτός με ξέρει αλλά σίγουρα δεν ξέρει γιατί χειροκροτάει, οι καινούργιες μου παντόφλες από δέρμα κροκόδειλου, πράσινο τσάι από τον Αμαζόνιο και το τζακούζι που βγάζει μπουρμπουλήθρες είτε από εμένα είτε από τον ειδικό μπουρμπουληθροπαραγωγό.

Ο διαιτητής σφύριξε για την εκτέλεση του πέναλτυ. Ο Χασογκώλης πήρε φόρα. Μία δρασκελιά, δύο δρασκελιές, τρεις δρασκελιές και ο κούκος δρασκελιές σκοντάφτει, πέφτει με τα μούτρα στο γκαζόν και χτυπάει την μπάλα με το κεφάλι. Η μπάλα (προσφορά των παιδιών από την Κίνα 1 ευρώ έξοδα παραγωγής, 100 ευρώ κέρδος, μπίζνες όχι αστεία) χωρίς καθόλου δύναμη κατευθύνεται προς τον τερματοφύλακα. Με μία θεαματική βουτιά την αρπάζει αλλά του γλυστράει από τα χέρια και μπαίνει στο τέρμα. Ο Χασογκώλης μένει καρφωμένος με το κεφάλι στο γκαζόν σε κατάσταση αναισθησίας ενώ η υπόλοιπη ομάδα με τον διαιτήτη πανηγυρίζει κάνοντας τον γύρο του θανάτου. Κι εκεί έγινε το δεύτερο θαύμα. Η ουρά του Μπάσταρδου άρχισε να φυτρώνει. Άραγε ήταν τυχαία η ράτσα του Μπάσταρδου ή μήπως πίσω έχει η σαύρα την ουρά κράτα και μικρό καλάθι; Θα το μάθουμε αμέσως μετά τις διαφημίσεις.

Τρίτη 15 Φεβρουαρίου 2011

Ερωτικά σκιρτήματα



Ενώ το κοινό απολάμβανε διαφημίσεις, η παρουσιάστρια έτρωγε με βουλιμία το κουλούρι. Ο σκηνοθέτης ίσα που πρόλαβε να πει "είμαστε στον αέρα σε 3,2..." και τα ψίχουλα προκάλεσαν βήχα στην Παρτόλα Ξέκογλου και παρολίγο να σκάσουν τα σιλικονάτα βυζιά της. Εγώ βρισκόμουν σε ετοιμότητα με το ένα χέρι στο τηλεκοντρόλ κάνοντας ζάπινγκ και το άλλο στο πουλί μου μήπως και αποκαλυφθεί κανένα βυζί, εσώρουχο ή έστω κάποιος πολιτικός που αναλαμβάνει την ευθύνη τρομοκρατικής επίθεσης σε σουβλατζίδικο. Τίποτα από αυτά δεν έγινε και αναφώνησα "Θεέ, αν τελικά υπάρχεις και δεν είσαι νεκρός όπως προπαγάνδιζε ο Νίτσε ο θνητός, δώσε μου ένα σημάδι ελπίδας". Το σημάδι δεν ήρθε ποτέ. Ήρθε όμως η ελπίδα.

Η Ελπίδα ήταν μία συμμαθήτρια από τα σκληρά χρόνια του σχολείου, από αυτές που μόλις τους έπεφτε κάτω το τετράδιο ξεκινούσε ένας αγώνας δρόμου για το ποιος θα το σηκώσει πρώτος να της το δώσει. Τελικά οι μισοί κατέληγαν με ματωμένη μύτη και οι άλλοι μισοί με δώρο μία επίσκεψη στο γραφείο του διεύθυντη. Δεν είχα ποτέ κάποια ιδιαίτερη επικοινωνία μαζί της γιατί έκανε παρέα με τα πιο κουλ άτομα του σχολείου με μαλλί καρφί, γυαλί και παντελόνι Λη (όχι Μπρους ο άλλος) στα οποία δεν άνηκα για λόγους ευσυνειδησίας, που ποτέ δεν είχα αλλά ως ανασφαλές και ντροπαλό, ρομαντικό αγόρι που άκουγε Σκόρπιονς, Ντεφ Λέπαρντ και Τζούντας-φάκινγκ-Πριστ, δεν τολμούσα ούτε να την κοιτάξω. Και να που η Ελπίδα όχι μόνο με πήρε τηλέφωνο για να μάθει τα νέα μου αλλά κλείσαμε ραντεβού να περάσει από το σπίτι μου να φάμε και μετά να πάμε βόλτα. Και εγώ το ξέχασα.

Το κουδούνι χτύπησε. Κοίταξα στιγμιαία το ανοιχτό, γεμάτο ψίχουλα και πολτό από κουλούρι, στόμα της παρουσιάστριας, αμέσως μετά το πουλί μου, που ακαριαία έπεσε, και έτρεξα προς το δωμάτιο να ντυθώ φωνάζοντας "Μισό λεπτό". Όπως προβλέπεται για οποιονδήποτε βιάζεται μέσα στο σπίτι, σκόνταψα στον ανεμιστήρα, στον σκύλο που δεν έχω και στο κομοδίνο. Ντύθηκα και άνοιξα την πόρτα λαχανιασμένος. Τα μάτια μου επωμίσθηκαν την λειτουργία των σκάνερ και ξεκίνησαν το σκανάρισμα (σάρωση λέγεται, ανθέλληνα) από κάτω προς τα πάνω. Κοίταξα την Ελπίδα στα μάτια, έκλεισα το στόμα, δεν κατάφερα όμως να συγκρατήσω μία σταγόνα σάλιου να τρέξει στο πηγούνι. "Σουγιά Ελπίδα", είπα και τα τρομαγμένα μάτια της Ελπίδας με κάρφωσαν. Για μια στιγμή νόμιζα ότι υποψιάστηκε τί έκανα στην πολυθρόνα πριν έρθει. Μετά κατάλαβα ότι αυτό που είπα θα το άκουγε κάποιος μόνο σε ληστεία, σε χειρουργείο ή σε ίδρυμα ψυχικά διαταραγμένων. "Γεια σου Ελπίδα", διόρθωσα και αμέσως μετά ρούφηξα το σαλάκι για να μην φτάσει στο σακάκι, κάτι που θα μπορούσα να βάλω και σε στίχο τραγουδιού αλλά δεν θα προλάβω γιατί όλο και κάποιος διάσημος θα διαβάσει αυτή την ιστορία και θα με προλάβει και εξάλλου δεν φορούσα καν σακάκι.

"Τζουτζούκο! Αχ πόσο χαίρομαι που σε βλέπω μετά από τόσα χρόνια!", φώναξε η Ελπίδα και με αγκάλιασε τόσο σφιχτά που οι αισθητήρες μου αντιλήφθηκαν αμέσως την απουσία στηθόδεσμου (σουτιέν λέγεται, κομπλεξικέ). "Ξεκόλα ανώμαλε, η συμμαθήτριά σου ήρθε να σε επισκεφτεί μετά από χρόνια κι εσένα το μυαλό σου πάει αμέσως στο πονηρό", μου είπε το αγγελάκι που εμφανίστηκε δίπλα από το αυτί μου αλλά αμέσως το διαβολάκι φώναξε στο άλλο αυτί "Αυτή είναι γυναικάρα! Που θα βρεις άλλη ευκαιρία;". Το διαβολάκι άγγιξε την ευαίσθητη φύση μου και δικαιολογήθηκε αμέσως η ροπή μου προς κάθε τί διαβολικό.

Το πρώτο πράγμα που παρατήρησε η Ελπίδα, εκτός από τα πεταμένα περιοδικά στο πάτωμα "Γυναίκα και εγκυμοσύνη", ήταν μία μεγάλη συλλογή από πατημένες τσίχλες που μάζευα στην αθώα ηλικία των 8 ετών. Τότε νόμιζα ότι ήταν ξεραμένες πετρελαιοκηλίδες και τις ξεκόλλαγα από τις πλατείες με σκοπό να τις πουλήσω όταν μεγάλωνα για να μην χρειαστεί να δουλέψω ποτέ. Η μαμά πάντα έλεγε ότι έχω επιχειρηματικό μυαλό αλλά μου τόνιζε ότι για αρχή θα πρέπει να μάθω να ξεχωρίζω βασικά πράγματα, όπως το εντομοκτόνο από την οδοντόκρεμα. "Ωχου μωρέ ο μικρούλης Τζουτζούκος είχε και φαντασία", είπε η Ελπίδα μόλις της εξήγησα και μου τσίμπησε το αφράτο μαγουλάκι μου. Χαμογέλασα, κοκκίνησα και ένιωσα μία πίεση στα κουμπιά του τζιν.

Επειδή η Ελπίδα δεν είχε καμία ελπίδα να φάει φαγητό από τα χεράκια μου και επειδή τα αυγά της προκαλούσαν αλλεργία, τα σουβλάκια ήταν μονόδρομος. Τρώγοντας μιλήσαμε για επεισοδιακές στιγμές του παρελθόντος : όπως τότε που ο Βλάκας ρώτησε την καθηγήτρια γιατί φοράει ξενέρωτες, μακριές φούστες και δεν δοκιμάζει κάποιου είδους κολάν για να τονίσει περισσότερο τα οπίσθια της. Από τότε τον φωνάζαμε Βλάκα και ακόμα απορεί "γιατί". Ή όπως τότε που ο Μάγκας έσκισε την τσόχα του μπιλιάρδου και νόμιζε ότι με κολλητική ταινία θα ξεγελούσε τον ιδιοκτήτη ο οποίος του έβαλε τη στέκα εκεί που δεν ανατέλλει ο ήλιος. Από τότε τον φωνάζαμε Μαρία. Ή όπως τότε που ας αλλάξουμε θέμα γιατί κούρασε πολύ το όπως τότε που έτσι κι αλλιώς αποτελεί παρελθόν και η ερωτική εξέλιξη της ιστορίας έχει μεγαλύτερο ενδιαφέρον.

Το πήγαμε από δω το πήγαμε από κει και άρχισα να αναρωτιέμαι αν η Ελπίδα έτρεφε μεγαλύτερη συμπάθεια για μένα απ' ότι ο σκύλος της γειτόνισας. Χάδι στο χάδι, φιλί στο φιλί, πίτα στην πίτα, η πρόστυχη μυρωδιά από τζατζίκι στην ατμόσφαιρα και ο συνδυασμός όλων αυτών, δημιούργησαν τις κατάλληλες συνθήκες. "Τώρα", είπα στον εαυτό μου, "μπορεί να μην χρησιμοποιώ άφτερ σέιβ στις ξυρισμένες μασχάλες και μπορεί όταν σταματάω στο φανάρι με την ονειρική μου λαμποργκίνη να μην ανοίγω το τζάμι κλείνοντας το μάτι στις διπλανές γκόμενες από την Καλιφόρνια, αλλά...τώρα ο Τζουτζούκος πρέπει να κάνει αυτό που πρέπει". Πήγα στην τουαλέτα να προετοιμαστώ. Κοιτάχτηκα στον καθρέφτη και σιγουρεύτηκα ότι οι βλεφαρίδες ήταν δεμένες αρμονικά με το υπόλοιπο πρόσωπο δίνοντας μία λάμψη στο εκθαμβωτικό τοπίο που τα δέντρα και το ρυάκι με το απαλό πλαφ πλουφ των κύκνων...Όχι αυτό είναι από άλλη ιστορία. Έπλυνα τα χέρια μου. Έκανα πλύσεις με στοματικό διάλυμα. Πλέον ήμουν έτοιμος. Αυτή ήταν η μέρα μου.

Βγήκα από το μπάνιο. Μπήκα στο σαλόνι. Πλησίασα την Ελπίδα και έκατσα δίπλα της. Την κοίταξα στα μάτια. Τα υπολείμματα τζατζικακίου (ουσ. το τζατζικάκι, του τζατζικακίου) στα χείλη της Ελπίδας συμπλήρωναν τέλεια το ρομαντικό αυτό δείπνο, με τα αναμμένα κεράκια με μυρωδιά λεβάντας που ξέχασα να πάρω και τα υπόλοιπα φενγκ σούι που νόμιζε η Ελπίδα ότι θα βρει στο σπίτι μου. Ήταν όλα τέλεια. "Ελπίδα. Είσαι για άλλο ένα γύρο;", είπα κοιτώντας την με λάγνο βλέμμα κουνόντας τα φρύδια μου πάνω κάτω, ένα κόλπο που πάντα έπιανε στο Δημοτικό με τα κορίτσια. Η Ελπίδα απάντησε λίγο απορημένη "Μα αφού ακόμα δεν..." και ακούμπησα απαλά το δάχτυλό μου στα χείλη της διακόπτωντάς την, κάτι που το είχα δει στο "Έρωτας και λουκάνικα". "Μην ανησυχείς, εγώ είμαι εδώ". Άρπαξα την μισή πίτα της Ελπίδας από τα χέρια της, την έφαγα σε λιγότερο από 16 δευτερόλεπτα (παγκόσμια γυρική σταθερά GSI) και αμέσως κατευθύνθηκα προς το τηλέφωνο με αργά σταθερά βήματα που ενέπνεαν αντρική σιγουριά και ακεραιότητα. "Γεια σας. Θα ήθελα να μας φέρετε μία από τα ίδια".

Τρίτη 25 Ιανουαρίου 2011

Οι αναλώσιμοι (The mother-fuckers)




Μόλις διαπίστωσε ότι στον κόσμο που ζούσε η αγάπη κρύβεται, η υποκρισία φοριέται, το κάπνισμα απαγορεύεται και άλλες τέτοιες μπούρδες που ανακαλύπτει κανείς συχνά όταν σκέφτεται περισσότερο από 2 λεπτά την ημέρα. Κι έπρεπε να γίνει 30 χρονών πτυχιούχος νομικής, με κουστούμι, γραβάτα, χαρτοφύλακα και ό,τι άλλο περιλαμβάνει το σετ της "καλωσήρθατε στην όμορφη ζωή της δουλειάς" κουλτούρας. Άρα, μετά από μαθηματικούς υπολογισμούς μέχρι τότε σκεφτόταν περίπου 1 λεπτό τη βδομάδα. Και άρχισε να βλέπει τον εαυτό του να περνάει τον διάδρομο της εταιρίας και να τον χαιρετάνε χαρούμενοι συνάδελφοι που με το καλημέρα σε χτυπάνε φιλικά στον ώμο λες και θέλουν να διώξουν την πυτιρίδα από το σακάκι σου. "Δηλαδή τί τους πείραξε? Πρέπει να κάνεις μπάνιο κάθε μέρα; Δεν υπάρχει σε κανένα βιβλίο γραμμένος τέτοιος νόμος".

Περισσότερο από όλα όμως αυτό που τον αναστάτωνε ήταν η γραμματέας του αφεντικού. Σε όλα τα σενάρια υπάρχει μία γκόμενα στη μέση. Έτσι και σε αυτό. Μία από αυτές τις γυναίκες που μόλις ξυπνάνε το πρώτο πράγμα που κάνουν είναι να κοιταχτούν στον καθρέφτη μήπως και στράβωσε καθόλου η μύτη από τον ύπνο με μύτη-κάθετα-στο-μαξιλάρι. Και τελικά ο ερωτευμένος μαθαίνει στο τέλος της ταινίας ότι η γραμματέας πηδούσε στην αρχή του σεναρίου το αφεντικό αλλά στην τελική είναι ερωτευμένη με αυτόν και στην στάση 85 (μόνο αυτή μπορούσε να την κάνει σε ολόκληρη εταιρία) έκλεινε τα μάτια της και τον σκεφτόταν. Αλλά αυτό είναι από άλλη ρομαντική ταινία. Η πραγματικότητα του νομικού σύμβουλου δεν απέχει καθόλου από την λαϊκή ρήση "σκάσε και κολύμπα". Πλέον όμως δεν μπορούσε να σκάσει και είχε να κολυμπήσει από τότε που στο Δημοτικό ο φίλος του ο Αρτέμης του είχε χώσει το κεφάλι μέσα στο ενυδρείο της θείας του αιφνιδιάζοντας, όχι μόνο αυτόν αλλά και τα ψάρια, που ένα από αυτά αυτοκτόνησε κατευθείαν πηδώντας έξω από το ενυδρείο. Έτσι άρχισε να αντιδρά απέναντι στο αφεντικό που με τα πλοκάμια του είχε εξουσιάσει την αθώα γραμματέα. Έγινε λοιπόν αντιεξουσιαστής.

Το πρώτο πράγμα που κάνει ένας αντιεξουσιαστής είναι να μάθει να αμφισβητεί ό,τι έχει σχέση με εξουσία. Πρώτα τον απολύσανε από τη δουλειά. Μετά απαγόρευσε στον σκύλο του να του φέρνει τις παντόφλες όταν έβγαινε από το μπάνιο αφού κατάλαβε ότι πιο πρακτικό είναι να μπαίνει στο μπάνιο με τις παντόφλες. Ύστερα σταμάτησε να ξυρίζεται γιατί και οι τρίχες έχουν δικαίωμα στην τριχοφυία και είναι εκμετάλλευση τα ξυράφια να τους το στερούν. Έπειτα άρχισε να φοράει μπλούζες με σήμα τον Τσε και την Κόκα Κόλα και όταν ο κομμωτής του έλεγε να σταματήσει να ξύνει τα αυτιά του ενώ τον κούρευε αυτός συνέχιζε με ακόμα μεγαλύτερη μανία αμφισβητώντας την εξουσία του κοψομαλλιά ( : λέξη που χρησιμοποιείται αντί του "κομμωτή" για να μην επαναλαμβάνεται ο συγγραφέας και γίνεται κουραστικός). Τέλος, όταν έβλεπε αστυνομικούς στον δρόμο ενώ στο παρελθόν συνήθιζε να τους φοβάται, πλέον άρχισε να τους κοιτάζει άγρια με ένα βλέμμα που είχε κάνει ώρες προπόνησης μπροστά απ τον καθρέφτη για να το κάνει να μοιάζει με του Μπρους Γουίλις στο "Πάρα μα πάρα πολύ σκληρός, σχεδόν αδύνατον να πεθάνει 16".

Ύστερα, ο φίλος του ο Πέτρος, σε μία από αυτές τις πνευματικές ώρες "τσάμπιονς λιγκ-πίτσα-μπύρα-ιδρωτίλα" που πιάνουν κάποιον κρίσεις ειλικρίνειας, του ξεφούρνισε το μυστικό. "Κολοκύθα, είσαι μέσα να φτιάξουμε μία τρομοκρατική οργάνωση;". Το πλάνο πάγωσε με την φάτσα του τέως χλεχλέ-δικηγοράκου και νυν μάγκα-αναρχικού Κολοκύθα αναψοκοκκινισμένη στην προσπάθειά του να φάει δύο κομμάτια πίτσα ταυτόχρονα ενώ μία υγρή διαφανής μυξούλα έτρεχε από το δεξί ρουθούνι. Τα μάτια του είχαν σχεδόν δακρύσει βλέποντας τα τεράστια σιλικονάτα βυζιά του υπερμοντέλου από το κρεατοπωλείο "Φρέσκα κι όμορφα" που διαφήμιζε το νέο γιαούρτι το οποίο, σύμφωνα με έρευνες, αδυνατίζει, εξαφανίζει τις ρυτίδες, λέει όχι στην κυτταρίτιδα, ναι στο δίκιο του εργάτη και προσφέρει μικρότερο επιτόκιο. Ακούστηκε το κλασικό εφέ ταινίας Χίτσκοκ όταν η σκιά του δολοφόνου πλησιάζει το μπάνιο ενώ ο πρωταγωνιστής τραγουδάει ανέμελα στην μπανιέρα "μάνα θα πάω στα καράβια". Και ο Πέτρος αμέσως έτρεξε να φέρει χαρτοπετσέτες γιατί τα δύο κομμάτια πίτσας πλέον βρισκόντουσαν μισομασημένα στο καινούργιο χαλί της μάνας του. "Ναι ας φτιάξουμε", είπε ο Κολοκύθας, σαν να έλεγε "Ναι και η μάνα μου μαγειρεύει εξίσου ωραία ρεβύθια".

Την οργάνωση την ονόμασαν "Πράσινη πεύκο" στηριζόμενοι στην τύχη, παίρνοντας δύο λέξεις από δύο τυχαίες εφημερίδες, μία του παναθηναϊκου και μία οικολογική. Στόχος της οργάνωσης ήταν η αφύπνιση των κοιμισμένων και άλλα τέτοια ψαγμένα. Ο Πέτρος πρότεινε να μοιράζουν δωρεάν ξυπνητήρια ρυθμισμένα να χτυπάνε κάθε μεσημέρι 3 παρά τέταρτο, δηλαδή λίγο πριν το δελτίο ειδήσεων. Τελικα μετά από διαφωνίες αποφάσισαν η δράση τους να είναι πιο απλή και πιο οικονομική. Θα έβγαιναν έξω και θα ούρλιαζαν στα αυτιά περαστικών που υπνοβατούσαν. Αυτό έκαναν. Ωστόσο οι καταγγελίες άρχισαν να πέφτουν βροχή. Μέχρι και η τηλεόραση τους έδειξε σε μία σκηνή σε αργή κίνηση την ώρα που ο Πέτρος, ξυπόλυτος σε στάση "ο χορός του ινδιάνου", είχε πλησιάσει τόσο πολύ το αυτί μιας δεσποινίδος (για την ακρίβεια της έγλυφε τον λοβότομημένο λοβό του αυτιού) που ο παραγωγός αναγκάστηκε να αλλοιώσει το πλάνο με τετράγωνα. "Είπαμε ότι δεν θα κάνουμε καμάκι εν ώρα δουλειάς. Τώρα εκτός από διατάραξη τάξης, ασφάλειας και ηθικής μας κατηγορούν για άσεμνη διαχείριση της γλώσσας", είπε ο Κολοκύθας. Ο Πέτρος έχωσε το χέρι του στη σακούλα με τα λαδωμένα πατατάκια "Αμόλυβδη" και είπε "Ρε μαλάκα κάναμε λάθος. Είναι Πράσινο πεύκο, όχι Πράσινη". Και κάπου εδώ η ζωή του Κολοκύθα άλλαξε για πάντα. Ένα ερωτηματικό εμφανίστηκε πάνω από το κεφάλι του και άρχισε να καταλαβαίνει γιατί στην νομική τον κοιτάζανε περίεργα όταν έλεγε ότι δεν θα γίνει ποτέ χασισοδίκης. Παράλληλα στο κεφάλι του σεναριογράφου πλανάται ακόμα το ερώτημα για το ιδανικό τέλος του έρωτα με την γραμματέα του αφεντικού.