Δευτέρα 4 Μαρτίου 2013

Θα ζήσω ελεύθερο σκυλί

Freedom by hnde.deviantart.com


Yπάρχουν κάποιοι άνθρωποι που μπαίνουν στον δρόμο σου και η αποστολή τους είναι να σου σπάσουν τα νεύρα και να σε βγάλουν από την γαλήνια, μονότονη ζωή σου. Αν πίστευα στον Άγιο Βασίλη, αυτόν τον τύπο με τις ερυθρόλευκες γούνες και το αξύριστο πρόσωπο, θα έλεγα ότι είναι μετεμψυχώσεις των ξωτικών που χωρίς λόγο και αφορμή μπαίνουν σπίτι σου μια μέρα, τα σπάνε όλα, βάζουν κι ένα κόκκινο φωτάκι πάνω από την εξώπορτα και φεύγουν. Αλλά ο Άγιος Βασίλης δεν υπάρχει, μιας και όταν ήμουν μικρός, εκεί που πήγε να αφήσει τα δώρα κάτω από το δέντρο, του έπεσαν τα ψεύτικα μούσια και αποκαλύφθηκε το πρόσωπο του πατέρα μου, γκρεμίζοντας για πάντα τα παιδικά μου όνειρα.
Καθόμουν λοιπόν σε ένα παγκάκι σε μία πλατεία. Παιδάκια έτρεχαν, σκυλιά γαύγιζαν και παππούδες περηφανευόντουσαν για την επιβίωσή τους στα παλιά γαμάτα χρόνια του πολέμου, ενώ σήμερα οι νέοι αν δεν φάνε σουβλάκι βγάζουν αφρούς και αίμα από τα αυτιά. Εκεί λοιπόν που αναρωτιόμουν "να ζει κανείς ή να πηγαίνει στα μπουζούκια" και κλώτσαγα κάτι περιστέρια που νόμιζαν ότι τα κορδόνια μου τρωγόντουσαν, ακούω μία φωνή "τα ρούχα τα έπλυνες σήμερα;". Κι ενώ ήμουν έτοιμος να πω "ρε μάνα αφού σου είπα χάλασε η μπουγάδα και πλυντήριο δεν βάζω", σηκώνω το βλέμμα και βλέπω έναν τριαντάρη και βγάλε, με ένα καραβόσκοινο στο ένα χέρι και ένα κλαδί στο άλλο.
"Μην με κοιτάς έτσι. Όταν σε ρωτάνε κάτι να απαντάς", είπε ο αγνώστου ταυτότητας άντρας. "Δεν το λέω σε σένα", είπε και κοίταξε στο κενό δίπλα μου. "Σε σένα το λέω", είπε κοιτώντας το κενό Εγώ μου. Είναι κάτι τέτοιες στιγμές που με κάνουν να πιστεύω ότι δεν προερχόμαστε από τους πίθηκους αλλά από ένα ανώτερο ον με μία κεραία στο κεφάλι και δάχτυλα που φωσφορίζουν στο σκοτάδι. Και αυτές τις στιγμές, όπως και τις περισσότερες, ένας άνθρωπος πρέπει να εξακριβώσει αν τις έστειλε η μοίρα με σκοπό να αλλάξει το ρου της ιστορούας και να το κάνει ρι. Από την άλλη ίσως να αποτελούν στιγμές καθημερινής τρέλας, κοινώς μαλακίες. Εγώ τα μπέρδεψα λίγο αυτά τα δύο και νόμιζα ότι το Μυαλό, όντας άνθρωπος του περιθώριου και με εγκέφαλο παρανοϊκού που μόλις το έσκασε από κάποιο ίδρυμα, είχε ανώτερες δυνάμεις και θα μου πει τους αριθμούς του τζόκερ. Για να κυριαρχεί ισορροπία στην φύση, ένας άνθρωπος που του λείπει κάτι, θα έχει κάτι άλλο σε μεγαλύτερο βαθμό. Και γιατί αυτό το άλλο να μην είναι η πρόβλεψη μαγικών αριθμών; Ε γιατί;
Δεν πρόλαβα να μου απαντήσω και το Μυαλό πήρε την μία άκρη του σχοινιού που κρατούσε την έκανε κόμπο στον λαιμό μου και είπε "Έλα Μαξ αρκετά έπαιξες, ώρα να πάμε σπίτι να κάνεις νάνι". Ήταν πλέον φως-φανάρι : με είχε μπερδέψει με το σκυλάκι του ή με τον γιο του. Αν δεν έλεγε Μαξ μπορεί και να με έπιανε κρίση ταυτότητας. Το Μαξ μόνο σε σκύλο θα μπορούσε να ανήκει. Έτσι η αλήθεια φανέρωνε τα αδίστακτα πλοκάμια της πάνω από την επιφάνεια της ψυχής και ήταν έτοιμα να με γραπώσουν και να με πνίξουν στην άβυσσο της συνείδησής μου. "Αυτή την πρόταση πρέπει να την σημειώσω κάπου. Ποτέ δεν ξέρεις", σκέφτηκα. Έκανα λοιπόν αυτό που θα έκανε ο καθένας. Έπεσα στα τέσσερα, έβγαλα ένα πνιχτό, κλαψιάρικο γαύγισμα και τον ακολούθησα.
Το σπίτι του Μυαλού ήταν πολύ άνετο για να ζει σκύλος. Αλλά αν έβαζες και άνθρωπο να συγκατοικήσει μαζί του τότε αρχίζουν τα δύσκολα. Ούτε ένα χαλάκι για να κοιμάμαι δεν υπήρχε εκεί μέσα. Δηλαδή πάλι καλά που είχε ένα ταψί για να μου βάζει το φαγητό μέσα, γιατί το να τρως από το πάτωμα είναι τουλάχιστον ανθυγιεινό. Μια μέρα άρχισα να αναρωτιέμαι αν πράγματι είμαι σκύλος. Τί κάνω στη ζωή μου; Οι φίλοι μου, αν δεν τους γλύψω τα πόδια θα με παίζουν άραγε; Οι σκύλες μου, όταν λέω τί θέλω, δεν με θεωρούν σκύλο; Άλλες φορές δεν γλύφω το χέρι που με ταίζει; Οι αποδείξεις πλέον ήταν αδιάσιστες. Να σας συστηθώ.
Με λένε Μαξ και κατουράω με το ένα πόδι στον αέρα. Κυκλοφορώ γυμνός, αξύριστος και με την ουρά όρθια. Το αφεντικό μου είναι το Μυαλό. Μπορεί να είναι αφηρημένος αλλά είναι αθώο παιδί και τον δικαιολογώ. Και ποιος δεν θα ήθελε ένα σκύλο στις δύσκολες ώρες της μοναξιάς. Κι εγώ στη θέση του αυτό θα έκανα. Αλλά εμένα μου αρέσει η μοναξιά. Το μόνο που χρειάζομαι είναι το αφεντικό μου.
Η συγκατοίκηση με το Μυαλό δεν είναι εύκολη. Ακόμα κι αν αποδεχτεί κάποιος, όπως εγώ που είμαι σκύλος, το γεγονός ότι είναι το αφεντικό και ζω με βάση τις προτεραιότητές του, έρχεται η ώρα που εκνευρίζομαι και λέω "Πάλι χοιρινό σε κονσέρβα έχουμε;". Δεν είναι η πλεονεξία που μιλάει, είναι η συνείδηση. Είναι η καταραμένη περιέργεια που θέλει να ρωτάει "Γιατί". Και μια μέρα ρώτησα το Μυαλό "Γαβγαβ, γαβ γαβ γαβγαβγαβ;", δηλαδή "Μυαλό, δεν ήρθε η ώρα να βάλουμε μία τάξη επιτέλους σε αυτό το σπίτι;". Και το μόνο που είπε ήταν "Άντε να φέρεις τις παντόφλες κι άσε τις φιλοσοφίες". Κι είναι άλλες φορές που το καραβόσκοινο μου κόβει τον λαιμό και θέλω να το αρπάξω με τα δόντια και να το σκίσω. Αλλά τότε φοβάμαι μήπως το Μυαλό τρελαθεί και το αντικαταστήσει με αλυσίδα. Καλή είναι αλυσίδα, δεν πληγώνει τον λαιμό. Είναι όμως βαριά.
Την έλεγαν Καρδιά. Έρωτας με την πρώτη ματιά. Με το Μυαλό, όχι με μένα το μπασταρδόσκυλο. Φιλάκια, αγκαλίτσες, τριαντάφυλλα και άρχισε να φουσκώνει η κοιλιά της Καρδιάς. "Αγάπη μου πώς θα το βγάλουμε το παιδί;". Η Καρδιά ήθελε να το ονομάσει Θεό, όπως τον πατέρα της, το Μυαλό ήθελε Λογική, όπως τη μάνα του. Εγώ ήθελα να το βγάλουν Αμαξίμανδρο, εν συντομία Μαξ. Η Καρδιά μου έδινε συνέχεια συμβουλές για το τί να κάνω και πώς, μου έλεγε τί να νιώσω και μου έκανε μαθήματα για την τέχνη της αμφισβήτησης. Το Μυαλό ήταν τόσο ψυχρός, ακέραιος, αφελής και ισχυρογνώμον που μου έδινε την εντύπωση ότι με κοροιδεύει. Τελικά διαπίστωσα ότι όποιο κι αν είναι το όνομα, το νέο ον που θα γεννηθεί θα είναι κάτι καινούργιο. Και ίσως αυτό το καινούργιο είναι χειρότερο αφεντικό. Ή μπορεί να πάρει τη θέση του δούλου, τη δική μου δηλαδή, και να βρεθώ ξαφνικά στους πέντε δρόμους. Κι εδώ δεν τα βγάζω πέρα με έναν δρόμο, πώς θα τα καταφέρω με τους πέντε; Και είναι και αυτοί οι συμβολισμοί με το μυαλό και την καρδιά, τους θεούς και τις λογικές, που νιώθω λες και συμμετέχω σε ψαγμένο μυθιστόρημα που ο συγγραφέας κουβαλάει τεράστια κιλά κουλτούρας μιλάμε. Πολύ μπέρδεμα.
Και το μπέρδεμα έφερε τον πονοκέφαλο, ο πονοκέφαλος έφερε την απερισκεψία και η απερισκεψία έφερε τον φόνο. Μια νύχτα που κοιμόντουσαν έσκισα το καραβόσκοινο, όρμησα στο βρώμικο κρεβάτι τους και έγινε μακελειό. Τους κατασπάραξα και τους δύο. Έντερα από δω, κεφάλια από κει, χέρια πόδια στη γραμμή κι όλα κείτονται στη Γη. Ξύπνησα στο παγκάκι και άκουγα ακόμα τα παιδάκια που έπαιζαν και τους παππούδες που μίλαγαν. Ευτυχώς όνειρο ήταν. Τα περιστέρια είναι ακόμα εκεί. Και δίπλα μου κάθεται ένας κύριος με κουστούμι και μια χρυσή αλυσίδα περασμένη στο λαιμό. Έχει σκύψει και φοράει το λουρί στο σκυλί του. "Έλα Μαξ ηρέμισε πάμε σπίτι". Τον κοίταζω, βγάζω ένα πιστόλι και του τινάζω τα μυαλά στον αέρα. Γυρνάω το περίστροφο προς τον Μαξ και με πυροβολώ. Μπορεί να είμαι σκύλος και δούλος. Μπορεί να σκότωσα έναν έρωτα μεγάλο. Αλλά κανείς δεν με εμποδίζει να γρυλίζω "Γαβγαβγαβ!". Ζήτω η ελευθερία!